Χρήστος Νικολόπουλος – «Πώς έγραψα το Υπάρχω»

Δημοσιεύση: 24 Ιουνίου, 2019

Το 1975 ήταν μια δύσκολη και ιδιαίτερη χρονιά γεμάτη από πάθη και ανησυχίες. Η χωρά μετά από τον εφτάχρονο εφιάλτη που πέρασε, προσπαθεί να βρει τον βηματισμό της, να έρθει στα ίσα της και να επουλώσει τις πληγές της που ακόμη αιμορραγούν.


Στο χώρο του τραγουδιού, το πολιτικό τραγούδι συνεχίζει ακόμα να κυριαρχεί και να εκφράζεται ιδιαιτέρα στο ανθρώπινο και φιλικό περιβάλλον των μπουάτ της Πλάκας.


Στο Θεμέλιο εμφανίζεται ο Γιώργος Νταλάρας, η Χαρούλα Αλεξίου, η Άννα Βίσση, ο Αντώνης Βαρδής και εγώ. Στο Zoom η Σωτηρία Μπέλλου, ο Μανώλης Μητσιάς στον Ζυγό η Βίκυ Μοσχολιού, στο Κύτταρο ο Γιάννης Μαρκόπουλος με τον Λάκη Χαλκιά, τον Χαράλαμπο Γαργανουράκη και στη Μέδουσα ο Γιώργος Μαρίνος.


Στο χώρο της δισκογραφίας επικρατεί μια άνθηση και ένας ευδαιμονισμός, όπου ξεπετάγονται σαν μανιτάρια νέες εταιρίες και γίνονται πάρα πολλές νέες παραγωγές, πολλές δε εξ αυτών αρκετά αξιόλογες και άλλες που αφήσαν εποχή και με μεγάλη εμπορικότητα. Από τις σημαντικές παραγωγές εκείνης της χρονιάς, το “Σκοπευτήριο” του Βασίλη Τσιτσάνη σε στίχους του Κώστα Βίρβου με Μοσχολιού, Γαλάνη, η “Τετραλογία” του Δήμου Μούτση με τον Μητσιά και τη Πρωτοψάλτη. Τα “12 λαϊκά τραγούδια” του Καλδάρα με την Αλεξίου, “50 χρόνια ρεμπέτικο” με τον Γιώργο Νταλάρα, τα “Απλά μαθήματα πολιτικής οικονομίας” του Λουκιανού Κελαηδόνη σε στίχους του Νεγρεπόντη και πολλά άλλα σημαντικά δισκογραφήματα.


Όσον αφορά εμένα, εκείνη τη χρονιά του 75 όπως και λίγα χρόνια πριν, ήμουνα συνεχώς στην τρεχάλα και στην πάλη για το μεροκάματο. Δούλευα από το πρωί μέχρι το βράδυ και από το βράδυ μέχρι τα ξημερώματα με ελάχιστο ύπνο για όλο το εικοσιτετράωρο. Από το πρωί στις 10 μέχρι το απόγευμα 7-8 συνέχεια στο στούντιογια να παίζω στις ηχογραφήσεις άλλων μεγάλων δημιουργών και επειδή τα “έπαιρνα” τα κομμάτια αμέσως “πρίμα βίστα” όπως λένε οι μουσικοί, με αποκαλούσαν μαγνητόφωνο, και ήμουνα περιζήτητος. Το βράδυ αμέσως μετά το studio έπαιζα στο Θεμέλιο στη Πλάκα με τον Γιώργο Νταλάρα, τη Χαρούλα Αλεξίου, την Άννα Βίσση και τον Αντώνη Βαρδή. Υπήρχαν μέρες που κάναμε και 3 παραστάσεις από νωρίς το απόγευμα έως αργά το βράδυ.


Επίσης τότε μια- δυο φορές την εβδομάδα έπρεπε να παίζω σε διάφορες υπαίθριες συναυλίες για απεργούς, πολιτικά κόμματα, απόρους και βάλε. Έπρεπε ταυτόχρονα να τρέχω για το μεροκάματο και να χτίζω την καριέρα μου σαν δημιουργός.


Τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου, που ήταν μικρά, τα έβλεπα ουσιαστικά μόνο τις Κυριακές, ενώ τις καθημερινές πριν ξεκινήσω για τα studio, τους τάιζα το γάλα τους για να τα νοιώθω τρυφερά στην αγκαλιά μου, να κλέβω το χαμόγελο τους και κλεφτά τις ώρες που κοιμόντουσαν. Δεν έχω παράπονο όμως γιατί ο Θεός μου χάρισε πολλά.


Την εποχή εκείνη, ο Καζαντζίδης είχε πολλές διαφορές με τον Μάτσα και είχε περίπου τρία χρόνια να τραγουδήσει σε δίσκο και εννέα χρόνια περίπου στα κέντρα. Βρισκόμουν πολύ συχνά με τον Στέλιο, παρόλο το φόρτο της δουλειάς και είχε μαλλιάσει η γλώσσα μου να του λέω συνεχώς ότι πρέπει να ξανατραγουδήσει και πως δεν έχει δικαίωμα να στερεί από τον κόσμο το μεγαλείο της φωνής του. Πριν από εκείνη την εποχή, εγώ είχα κάνει μεγάλες επιτυχίες όπως, Νυχτερίδες και αράχνες, Νύχτα στάσου, Αγριολούλουδο κλπ. και όταν του έλεγα να τραγουδήσει ξανά δεν εννοούσα δικά μου τραγούδια αλλά άλλων συνθετών.


Ένα κυριακάτικο, φθινοπωρινό, μελαγχολικό μεσημεράκι, έρχεται στο σπίτι μου στη Νέα Φιλαδέλφεια όπου ξύπνησε το κέφι μέσα μας και αρχίσαμε να παίζουμε και να τραγουδάμε. Ξαφνικά μου λέει: “Τι λες πιτσιρίκο προλαβαίνουμε να κάνουμε ένα δίσκο μέχρι τα Χριστούγεννα ”. Εγώ πέταξα από τη χαρά μου, αλλά επειδή ο χρόνος ήταν λίγος, του λέω, άσε με λίγες μέρες να προσπαθήσω. “Εντάξει”, μου λέει “αλλά ας πάρουμε και τον Μπούλη ένα τηλέφωνο να τον προετοιμάσουμε”. Ο Μπούλης ήταν ο μεγάλος Πυθαγόρας, όπου σημειωτέον είχε βαπτίσει την κόρη μου. Πήραμε λοιπόν τηλέφωνο τον Πυθαγόρα, που χάρηκε και αυτός πάρα πολύ που θα κάναμε δίσκο και οι τρεις μαζί.


Ο Στέλιος μου έδινε την εντύπωση αυτή τη φορά ότι το είχε αποφασίσει να κάνει καινούργιο δίσκο, αν και άλλες φορές έλεγε ότι θα τραγουδήσει αλλά μετά έκανε πίσω.


Γιατί, έλεγε ο Μάτσας δεν θα με αφήσει να τα πω, κάτι θα βρει για να με σταματήσει, δεν του έχω εμπιστοσύνη και διάφορα άλλα. Ο Στέλιος πάντα έβλεπε γύρω του εχθρούς και αν δεν υπήρχαν έπρεπε να τους επινοήσει. Ο Μάτσας εν τω μεταξύ, το δέχτηκε με ευχαρίστηση το γεγονός και αμέσως έπιασα το μπουζούκι και άρχισα να οργώνω. Μέσα σε λίγες μέρες μου βγήκανε ορισμένες καταπληκτικές μελωδίες. Ένοιωθα το αίμα να ζεματάει μέσα μου, και οι νότες απ’ το μυαλό μου άρχισαν να κυλάνε αβίαστα στη ταστιέρα του μπουζουκιού μου. Παρά την κούραση από τα συνεχή στούντιο και τις βραδινές εμφανίσεις άρχισαν να βγαίνουν οι πρώτες μελωδίες, με πρώτο και καλύτερο το “Κάτω απ’ το πουκάμισο μου” και μετά ακολούθησαν και άλλα. Μόλις το άκουσε ο Στέλιος μου λέει “γρήγορα στον Πυθαγόρα για να αρχίσει να δουλεύει”. Επειδή ο χρόνος δεν μας έπαιρνε αποφασίσαμε να μπουν μέσα και 2-3 τραγούδια μου, που είχαν βγει σε μικρά δισκάκια παλαιότερα όπως το “Μετάνιωσες” το 1972, αν θυμάμαι καλά.


Μόλις είχαμε αρχίσει λίγο-λίγο να καταλήγουμε στα κομμάτια, μου ήρθε ξαφνικά μια φλασιά και θυμήθηκα ότι είχα στείλει στη ΠΟΛΥΝΤΟΡ μερικές μελωδίες για να τις ακούσει ένας παραγωγός, ο Σπύρος Ράλης, με προοπτική να τις τραγουδήσει ο Μητροπάνος, αλλά μέσα στη δίνη της δουλειάς δεν το κυνήγησα το θέμα. Είναι λοιπόν μια Κυριακή πάλι, άλλωστε μόνο η Κυριακή ήταν κατάλληλη μέρα για συνεργασία με τον Στέλιο, γιατί δεν είχα στούντιο, του λέω το ιστορικό για τις μελωδίες και μου απαντάει “για παίξε να σ΄ακούσω”.


Με μια μεγάλη χαρά παίρνω φόρα και το μπουζούκι στα χέρια και το παίζω και το τραγουδάω με ΛΑ ΛΑ ΛΑ αφού δεν είχαμε ακόμα λόγια -το μετέπειτα “ΥΠΑΡΧΩ”. Βλέπω τον Στέλιο συνοφρυωμένο και διστακτικό και μου λέει “καλά ρε πιτσιρίκο τι μου λες, να τραγουδήσω σλόου-ροκ” και εγώ με ένα τρόπο τρυφερό για να μην τον στεναχωρήσω του λέω “βρε Στέλιο οι εποχές αλλάζουν και θέλουν καινούργια πράγματα με διαφορετικά χρώματα”. Ο Στέλιος ήταν εξηρτημένος στις παλιές λαϊκές φόρμες και δύσκολα άλλαζε βηματισμό. Τότε μου λέει “εντάξει, δώστο στον Πυθαγόρα να δούμε τι θα γράψει και το πολύ-πολύ να παρακαλέσουμε τη Χαρούλα την Αλεξίου να το πει και να έχουμε και μια γυναίκα στο δίσκο”. Του είπα εντάξει, το έδωσα στο Πυθαγόρα ο οποίος εντυπωσιάστηκε με την μελωδία και μου είπε “άσε με λίγες μέρες να το δουλέψω”.


Μετά από 2-3 μέρες με παίρνει ένα βράδυ ο Πυθαγόρας στο τηλέφωνο και μου λέει τον στίχο, ο οποίος μου άρεσε πάρα πολύ, ενθουσιάστηκα αφάνταστα και του λέω “πάρε τον Στέλιο αμέσως να του το διαβάσεις”. Την άλλη μέρα ήρθε ο Στέλιος στο σπίτι μου και ήταν κάπως αλλαγμένος. “Για πάμε μικρέ, γιατί ο Μπούλης φαγώθηκε με αυτόν τον στίχο”.


Αρχίσαμε πρόβα. Μόλις ο Καζαντζίδης άρχισε να απλώνει τις καταλήξεις με εκπληκτικά Α-Α-Α δεν μπορώ να σας περιγράψω τα συναισθήματα, το δέος και την έκσταση που αισθάνθηκα. Ήταν από τις σπάνιες φορές που έβλεπα ότι όλα ήταν απόλυτα ταιριασμένα μεταξύ τους και διαισθανόμουν ότι η μεγάλη επιτυχία, έρχεται. Μπαίνει και η γυναικά μου η Τασούλα στο στουντιάκι από τη κουζίνα και λέει “τι καταπληκτικό τραγούδι είναι αυτό!”


Η συγκίνηση μου ήταν πολύ μεγάλη και αισθανόμουν και δικαιωμένος για την επιμονή της επιλογής μου.


Την επόμενη μέρα πήγα στον Nάκη τον Πετρίδη, τον υπέροχο μουσικό, φίλο μου και κουμπάρο μου και πέσαμε με τα μούτρα στη δουλειά για την ενορχήστρωση που βγήκε καταπληκτική, χρησιμοποιώντας πολλά έγχορδα. Στην ηχογράφηση συμμετείχαν οι κορυφαίοι μουσικοί της εποχής.


Μάκης Μαυρόπουλος στο μπουζούκι, Κώστας Καβάκος, Δημήτρης Βράσκος, Σπύρος Στέργιου, Βασίλης Καμπόλης στα βιολιά, Μάριος Κώστογλου, Μπάμπης Μαλλίδης στις κιθάρες, Διονύσης Πανταζής στο μπάσο, Πάνος Ιατρού στο Μπαγλαμά, Τάκης Σούκας Σαντούρι, Χάρης Καλέας στο πιάνο, Μέμος Κυριαζής ντράμς, Μάνθος Χαλκιάς κλαρίνο, ο Γιώργος Νταλάρας σε τρία τραγούδια κάνει σεκόντα και στη διεύθυνση παραγωγής ο Αχχιλέας Θεοφίλου.


Όταν ολοκληρώθηκε η ηχογράφηση και παίχτηκε στη τηλεόραση, οι δρόμοι είχαν αδειάσει από κόσμο και αυτοκίνητα για να δουν και να ακούσουν αυτόν τον υπέροχο δίσκο που έγραψε ιστορία. Οι στιγμές που τραγουδούσε ο Στέλιος το “Υπάρχω” ήταν εκπληκτικές και ανεπανάληπτες και εγώ ευτυχισμένος όταν ο Στέλιος συγκινημένος μου είπε “Μπράβο ρε πιτσιρίκο, είχες δίκιο, αυτό το τραγούδι είναι το κάτι άλλο”.

Χρήστος Νικολόπουλος

πηγή:gdoo.gr