Ελένη (Λαβίδα) Βιτάλη

Δημοσιεύση: 18 Οκτωβρίου, 2019

Γεννήθηκε στην Αθήνα στις 13 Σεπτεμβρίου του 1954 μέσα σε μουσική οικογένεια και μεγάλωσε ταξιδεύοντας από παιδί σε όλη την επικράτεια. Ο πατέρας της Τάκης (Δημήτρης) Λαβίδας έπαιζε σαντούρι και η μητέρα της Λούση (Χαρίκλεια) Καραγεωργίου ήταν τραγουδίστρια σε πανηγύρια. Έτσι, από μικρή μπαίνει και η ίδια στο χώρο των πανηγυριών, παρέα με τσιγγάνους μουσικούς και δημοτικούς οργανοπαίκτες. Αξιοσημείωτο στοιχείο είναι ότι ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1950 το μπουζούκι είχε αρχίσει να διαδέχεται το σαντούρι.

Συνέπεια αυτών είναι η πολυσχιδής μουσική προσωπικότητα που είχε όταν αποφάσισε να λάβει μέρος στο φεστιβάλ τραγουδιού Θεσσαλονίκης (με το τραγούδι Χωρίς δεκάρα) και να μπει στο χώρο της δισκογραφίας. Κάνει την πρώτη δισκογραφική της εμφάνιση το 1973, στο πλευρό της Σωτηρίας Μπέλλου («Δεν περισσεύει υπομονή» Α. ΚουνάδηΒ. Γκούφα), και με το «Αϊ γαρούφαλό μου» ως καθοριστικό στοιχείο στην ταυτότητά της (και την παράλληλη συμμετοχή στο Φεστιβάλ με τον «Μανωλιό») γίνεται αμέσως γνωστή. Με το ξεκίνημά της, η Βιτάλη φανερώνει το βασικό χαρακτηριστικό, που θα καθορίσει, εξ αρχής, την πορεία της: την συνύπαρξη εντός της, δύο κόσμων, συμπληρωματικών αλλά και συχνά αντιφατικών. Χαρακτηριστική είναι η μεγάλη έκταση και η χροιά της φωνής της.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, δραστηριοποιείται στο λαϊκό τραγούδι συνεργαζόμενη με τους καλύτερους του είδους (Χρήστος Νικολόπουλος, Τ. Σούκας κ.ά.). Ταυτόχρονα συμμετέχει σε δουλειές έντεχνων συνθετών (Μίκης Θεοδωράκης, Σταμάτης ΣπανουδάκηςΝότης Μαυρουδής, Σπύρος Σαμοΐλης, Διονύσης ΣαββόπουλοςΓιώργος ΑνδρέουΣταμάτης ΚραουνάκηςΓιώργος ΣταυριανόςΝίκος Πορτοκάλογλου κ.ά.) και ηχογραφεί επανεκτελέσεις ρεμπέτικων, παλιών λαϊκών και δημοτικών.

Το 1989 ηχογραφεί το «Απέναντι Μπαλκόνι» και το 1993 το «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ» σε δικούς της στίχους και μουσική μπαίνοντας σε μια περίοδο ωριμότητας, που εν έτει 2000 με το άλμπουμ «Προσκήνιο» ανακεφαλαιώνεται.

Έχει κάνει πολλές εμφανίσεις σε ολόκληρη την Ελλάδα και την Κύπρο, ενώ από τα πρώτα χρόνια της πορείας της κάνει συναυλίες στο εξωτερικό τραγουδώντας για τον απόδημο ελληνισμό. Το 1975 παντρεύτηκε το μουσικό Βαγγέλη Ξύδη και το 1976 γέννησε τον γιο τους Νίκο Ξύδη, γνωστό τραγουδοποιό και παραγωγό της ελληνικής μουσικής και δισκογραφίας.

Το τραγούδι της με τίτλο “Κλαίει μια καρδιά” ντύνει τους τίτλους αρχής της σειράς Δίδυμα Φεγγάρια του ANT1.

Η Ελένη Βιτάλη ανοίγει τα φύλλα της ψυχής της και μιλά για τα παιδικά της βιώματα, τη σχέση της με τον Θεό, τον εθισμό που νίκησε και τους άντρες που μονοπωλούν την καρδιά της

 Η Ελένη Βιτάλη ανήκει στον στενό κύκλο των καλλιτεχνών που έχουν ευλογηθεί με το χάρισμα μιας φωνής με σπάνια χροιά που λες κι έχει κλειδώσει με κάποια τραγούδια, όπως το «Ελα λίγο» του Σταμάτη Σπανουδάκη ή το «Ενα χειμωνιάτικο πρωί», που έχει γράψει η ίδια. Αναμνήσεις, περαστικοί έρωτες, πληγές βαθιές και συναισθήματα ξυπνούν στο άκουσμά της.

– Πόσες φορές την ώρα που τραγουδάτε σας έχει πλησιάσει κάποιος για να σας πει «ρε Βιτάλη, με συγκίνησες τόσο που με έκανες να κλάψω!»;

Η αλήθεια είναι ότι έχει συμβεί πολλές φορές. Ομολογώ ότι στα 40 χρόνια διαδρομής μου στη μουσική είναι ό,τι πιο ωραίο μπορώ να ακούσω γιατί εντέλει αυτό έχει νόημα, οι νότες να διαπερνούν τα κύτταρα.

– Τα τραγούδια σας αποπνέουν βαθύ συναίσθημα. Πότε τραγουδάτε καλύτερα, όταν είστε χαρούμενη, πληγωμένη ή ερωτευμένη;

  Δεν υπάρχει μανιέρα και κανόνας σε αυτό. Γενικά αποδίδω τα μέγιστα όταν είμαι μέσα μου καλά, αλλά και όταν έχω δίπλα μου ανθρώπους που θέλω να με θαυμάσουν, επομένως γίνεται αυτόματα μια προσπάθεια να σταθώ στο ύψος των περιστάσεων. Οταν έχεις δίπλα σου ονόματα όπως ο Νταλάρας και η Γλυκερία, όπως και να το κάνεις, θέλεις να είσαι καλός, υπάρχει μια άτυπη ευγενής άμιλλα.

– Με τη Γλυκερία, που είναι κουμπάρα και φίλη σας, έχετε πει ότι εκτός δουλειάς συζητάτε τα πάντα εκτός από το τραγούδι.

 Ναι, μια ματιά στο πάλκο αρκεί για να συνεννοηθούμε για τη δουλειά μας, έτσι εκτός σκηνής μιλάμε για οτιδήποτε άλλο. Μπορεί να συζητήσουμε για την υγιεινή διατροφή, για το πώς θα μαγειρέψουμε τα φασολάκια ή για την κοινωνικοπολιτική κατάσταση στη χώρα μας. Δόξα τω Θεώ, ζούμε σε έναν τόπο όπου η καθημερινότητα μας τροφοδοτεί συνεχώς με θέματα για ενδιαφέρουσες συζητήσεις.

– Είστε αριστερών καταβολών;

 Ναι, ο παππούς μου, ο πατέρας δηλαδή της μητέρας μου, πέθανε από βασανιστήρια. Στους εμφυλίους, βλέπεις, υπάρχει η λογική τού «διαίρει και βασίλευε» και εντέλει βασιλεύει ο διάβολος. Χρειάζεται ενότητα και πρέπει να είμαστε συνετοί ιδιαίτερα στις σημερινές δύσκολες καταστάσεις. Ημουν πάντα αριστερή, αλλά δεν ανήκα ποτέ σε κάποιο κόμμα, για να μπορώ να λέω τη γνώμη μου ελεύθερα και να κάνω αυτό που θέλω. 

– Τι θυμάστε από τα παιδικά σας χρόνια;

Τον πατέρα μου, καλό μουσικό της εποχής, δάσκαλο και μέντορά μου, να πηγαίνει στο μουσικό καφενείο της Αγίου Κωνσταντίνου και να μαζεύει φτωχούς ανθρώπους για να έρθουν στο σπίτι μας για φαγητό. Ημασταν μπερικέτηδες, υπήρχε πάντα στο πατρικό μου ένα πιάτο φαΐ για τον ξένο. Θυμάμαι τη Χαρούλα, τη μάνα μου, να διαμαρτύρεται: «Χριστιανέ μου, τι τον έφερες εδώ αυτόν τον βρωμιάρη;» και τον πατέρα μου να απαντά: «Χαρούλα, αν δεν ήταν βρωμιάρης, θα με είχε ανάγκη;». Ο πρώτος δάσκαλος στη ζωή μου ήταν ο πατέρας μου.

– Τι άλλο θυμάστε από τον πατέρα σας;

Του άρεσε η Ουμ Καλσούμ. «Ή θα γίνεις σαν αυτή ή να μη γίνεις τραγουδίστρια!» μου έλεγε. Είχα μια φωνή σαν γάτα και σχολίαζε: «Και τι μ’ αυτό; Αμα είναι να γίνει, θα γίνει!». Και έπειτα μου έλεγε ότι θα γινόταν μέχρι και μανάβης γεμίζοντας το σαντούρι του με ντομάτες προκειμένου να σπουδάσω αν το επιθυμούσα και η ίδια. Οσο κι αν ακούγεται περίεργο, ο πατέρας μου ήθελε η Ελένη Λαβίδα, όπως είναι το όνομά μου, να γίνει γιατρός.

– Την καψούρα την έχετε βιώσει στη ζωή σας;

Δεν υπάρχει ζωή χωρίς κάψιμο. Αμα δεν καίει, τι νόημα έχει; Χλιαρός έρωτας; Και τους ξαναζώ αυτούς τους έρωτες τραγουδώντας.

– Η τελευταία σας καψούρα είναι ο σημερινός σας σύντροφος, ο Τέλης;

Με τον Τέλη δεν είναι ακριβώς αυτό το πράγμα. Δεν βασίζεται στο βλέμμα, στη ζήλια, στο χαμούρεμα. Είναι μια ολοκληρωμένη σχέση. Αν τον είχα γνωρίσει παλιότερα στο διάβα της ζωής μου, νομίζω ότι δεν θα είχα βιώσει ποτέ τον χωρισμό. Με τα μυαλά που κουβαλάω τώρα, τουλάχιστον. Ο Τέλης και ο γιος μου είναι ολόκληρη η ζωή μου.

– Τι σας χαλάει τη διάθεση στην καθημερινότητά σας;

H έλλειψη σεβασμού που κατακλύζει τις σχέσεις μας, ακόμη και τις πιο προσωπικές, και ενίοτε μας πνίγει. Παλιά που ήμουν μικρή, το επέτρεπα. Τώρα πια όχι. Δεν επιτρέπω σε κανέναν να μπαίνει με λασπωμένα παπούτσια στην ψυχή μου.

– Εχω διαβάσει ότι με τον Θεό τα πάτε καλά…

Εκείνος δεν ξέρω πώς τα πάει μαζί μου γιατί έχω την αίσθηση ότι κάποιες φορές του ξεφεύγω. Ξέρεις, άλλες θρησκείες είναι πιο πολύ της μόδας. Σου λέει, είναι βουδιστής, κάνει γιόγκα και είναι in. Ε, λοιπόν εγώ είμαι χριστιανή και μπανάλ! Σε τι διαφέρουν άλλωστε τα χριστιανικά νοήματα από αυτά των αρχαίων φιλοσόφων;

– H πίστη σας στη θρησκεία σάς έχει βοηθήσει να επανέλθετε στην κανονικότητα μετά από δύσκολες καταστάσεις;

 Μόνο αυτό! Στη συμπόρευση με τα θεία υπήρχε πάντα ένα αόρατο χέρι που με επανέφερε. Ετσι τα κατάφερα και με την απεξάρτηση από τα υπνοστεντόν. Είχα την ίδια αρρώστια που αντιμετωπίζει κάποιος με τα ναρκωτικά. Χρόνια ολόκληρα κρατούσε αυτή η δουλειά, είχα πάει σε κλινικές, από δω κι από κει, αλλά δεν γινόταν τίποτα. Ημουν σαν ζωντανό πτώμα. Φαντάσου ότι ο άνδρας μου πήγαινε στους συγγενείς των Ανώνυμων Αλκοολικών για να καταλάβει τι γίνεται. Κάποια μέρα μού πρότεινε η μητέρα μου να πάω στην εκκλησία του Χριστού στα Σπάτα. Μου φάνηκε αφελές. Δύο χρόνια μετά ένιωσα την ανάγκη να πάω και την πήρα τηλέφωνο. Μπήκα στην εκκλησία, συνομίλησα με τον Θεό, ξέσπασα σε ένα γοερό κλάμα και όταν επέστρεψα σπίτι, πέταξα τα χάπια. Εκοψα μαχαίρι την εξάρτηση. Και ιατρικά να το δεις το θέμα, δεν γίνεται αυτό! 

– Ποια είναι η αχίλλειος πτέρνα σας; 

O γιος μου και η οικογένειά του, η γυναίκα του και ο εγγονός μου. Αυτοί και ο Τέλης είναι οι πολύ δικοί μου άνθρωποι.

– Σας τρέλαναν ποτέ τα πολύ μεγάλα νυχτοκάματα; 

Δεν μπήκα ποτέ σε αυτά από άποψη. Δεν τραγούδησα σε μαγαζί της παραλίας όπου μου προσέφεραν τότε 150.000 δραχμές το βράδυ ως αμοιβή. Δεν μου άρεσε το γεγονός ότι ο κύριος θα ερχόταν σε μένα επειδή το ήθελε η κυρία του, ότι θα έπαιζαν κοστούμια, γραβάτες, τουαλέτες, πρώτα τραπέζια και μόστρα με καλογυαλισμένα αυτοκίνητα. Σιχαίνομαι το δήθεν και αυτοί του είδους τη διασκέδαση γιατί δεν είμαι εγώ. Απέχει παρασάγγας η δική μου αλήθεια από κάτι τέτοιο. Αν το είχα υποστεί, θα πάθαινα κατάθλιψη.

– Το «Ενα χειμωνιάτικο πρωί», αγαπημένο τραγούδι για τον κόσμο, πώς το εμπνευστήκατε;

Είχα φέρει ένα μικρό αρμόνιο στο σπίτι, το οποίο έπαιρνε και φωνή. Τότε, θυμάμαι, είχα τσακωθεί με τον σύζυγό μου, τον Βαγγέλη, και είχα φύγει από το σπίτι.
Ωστόσο, μετά από λίγες ημέρες γύρισα πίσω. Την ώρα που έκανα τις ρυθμίσεις στο μηχάνημα άρχισα να σιγοψιθυρίζω «ένα χειμωνιάτικο πρωί, έφυγα από το σπίτι σαν τρελή, ο αέρας μού τρυπούσε το κορμί και μου ζητούσε μια απόφαση ηρωική». Οταν αργότερα άκουσαν το κομμάτι αυτό από την εταιρεία, μου πρότειναν να το βάλω σε δίσκο. Στην αρχή, μάλιστα, ήμουν διστακτική γιατί το έβρισκα λίγο σκυλάδικο.

Η Ελένη Βιτάλη με τον γιο της Νίκο Ξύδη

πηγές:el.wikipedia.org/protothema.gr