Γιώργος Ζαμπέτας, ο μέγας

Δημοσιεύση: 29 Μαρτίου, 2022

Είναι ίσως από τους πρώτους καλλιτέχνες παγκόσμια που έκανε ραπ σε τραγούδι. Είναι ο συνθέτης με τις αμέτρητες επιτυχίες, με τα αμέτρητα σλόγκαν και το απίστευτο χιούμορ. Ο Ζαμπέτας είναι μέγας και κλασσικός.

Είναι ίσως από τους πρώτους καλλιτέχνες παγκόσμια που έκανε ραπ σε τραγούδι. Είναι ο συνθέτης με τις αμέτρητες επιτυχίες, με τα αμέτρητα σλόγκαν και το απίστευτο χιούμορ. Ο Γιώργος Ζαμπέτας είναι μέγας και κλασσικός.

Το1932 σε ηλικία μόλις 7 ετών κερδίζει το πρώτο του βραβείο, ως μαθητής της α’ δημοτικού, παίζοντας το πρώτο του τραγούδι σε σχολικό διαγωνισμό. Απ’ αυτό και μόνο καταλαβαίνει κανείς, ότι αυτό το παιδί δεν ήταν καθόλου τυχαίο. Ο Γιώργος Ζαμπέτας γεννήθηκε στις 25 Ιανουαρίου του 1925, και μια καλή νεράιδα αποφάσισε να του δώσει απίστευτο ταλέντο. Συνθέτης, τραγουδιστής και μεγάλος δεξιοτέχνης του μπουζουκιού.

Γιώργος Ζαμπέτας,

Γεννήθηκε στο Μεταξουργείο με καταγωγή από την Κύθνο, και γονείς του ήταν ο Μιχάλης Ζαμπέτας, που ήταν κουρέας και η Μαρίκα Μωραΐτη. Από πολύ μικρή ηλικία ο Γιώργος Ζαμπέτας έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για τη μουσική, αφού παράλληλα με την απασχόλησή του στο κουρείο του πατέρα του σαν βοηθός, «σκάρωνε» κρυφά στο μπουζούκι τις πρώτες του μελωδίες. Οτιδήποτε στη φύση παρήγε ήχο, τον συνάρπαζε και τον βοηθούσε στις συνθέσεις του, σύμφωνα με όσα ο ίδιος εκμυστηρεύτηκε στη βιογραφία του, λίγο πριν το θάνατό του.

Η γνωριμία του το1938 με τον μεγάλο Βασίλη Τσιτσάνη έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της καλλιτεχνικής του προσωπικότητας. Το 1940 η οικογένεια Ζαμπέτα μετακόμισε στο Αιγάλεω και από τη στιγμή εκείνη ο Ζαμπέτας απόκτησε ένα άρρηκτο δεσμό με την πόλη, της οποίας εμπνεύστηκε και χάρισε το προσωνύμιο «City», κατά τη διάρκεια μια περιοδείας του στη Βρετανία. Στα 1942 και κάτω από συνθήκες ανέχειας λόγω της κατοχής, ο Ζαμπέτας δημιουργεί το πρώτο του συγκρότημα, με το οποίο τραγουδούσαν καντάδες στα κορίτσια.

Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’50 ο Ζαμπέτας γράφει τα πρώτα του γνήσια ρεμπέτικα τραγούδια με γνωστούς ερμηνευτές όπως οι: Πρόδρομος Τσαουσάκης, Στέλιος Καζαντζίδης, Μανώλης Καναρίδης, Πόλυ Πάνου κ.α. Έκδηλο ήταν από τότε το ταλέντο και το εκπληκτικό του παίξιμο, ωστόσο ακόμη δεν είχε κατασταλάξει στο πασίγνωστο ιδιαίτερο στυλ, που τον καθιέρωσε σαν ένα μοναδικό showman στο χώρο.

Την επόμενη δεκαετία, τα τραγούδια του γνωρίζουν τεράστια επιτυχία καθώς πραγματοποιεί εμφανίσεις στα σπουδαιότερα λαϊκά κέντρα διασκέδασης, ενώ ταξιδεύει στο εξωτερικό και παράλληλα συμμετέχει σε περισσότερες από 100 ταινίες – στον ακμάζοντα εκείνο τον καιρό – Ελληνικό κινηματογράφο. Είναι η χρυσή εποχή του και συνεργάζεται με καλλιτέχνες όπως: Μάνος Χατζιδάκις, Μίκης Θεοδωράκης, Σταύρος Ξαρχάκος, Μελίνα Μερκούρη, Βίκυ Μοσχολιού, Δημήτρης Μητροπάνος, Μαρινέλλα, Αλίκη Βουγιουκλάκη κτλ. κτλ.

Δημιουργίες του όπως «Τα δειλινά», «Τα ξημερώματα», «Δεν έχει δρόμο να διαβώ» κ.α. παραμείναν αξεπέραστες και τον κατατάσσουν στις υψηλότερες βαθμίδες του μουσικού στερεώματος.

zabetas, Γιώργος Ζαμπέτας,

Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’70, όταν η πολιτική κατάσταση και τα ήθη αρχίζουν να αλλάζουν, ο Ζαμπέτας κάνει στροφή στη σάτιρα υπό μορφή σώου, με τις γνωστές του επιτυχίες «Ο Θανάσης», «Ο πενηντάρης», «Μάλιστα κύριε», «Ο πιο καλός ο μαθητής» κ.λ.π. να δημιουργούν και πάλι αίσθηση στο κοινό. Κορυφαίο όλων το «Αποσπάσματα από έρωτες», που εγώ τουλάχιστον το θεωρώ ίσως το πρώτο ραπ κομμάτι στην ιστορία της μουσικής.

«Χειμώνας βαρύς, κρύο πολύ
κι εκείνο το βράδυ το φεγγάρι
δε βγήκε, τα σύννεφα χαμηλώσανε
και η βρόχα έπεφτε, στρέιτ θρου….»

Τα χρόνια του ’80 αρχίζει η παρακμή του είδους αυτού, με τον Ζαμπέτα να αντιμετωπίζει προβλήματα στις συνεργασίες του αφού η εποχή δεν αναγνωρίζει πια τις αξίες του παρελθόντος. Ωστόσο, από το 1990 και μετά, οι δισκογραφικές εταιρείες και τα Μ.Μ.Ε. «ανακαλύπτουν» τα τραγούδια του, τα οποία κυριαρχούν ξανά, γνωρίζοντας νέα άνθηση, στις προτιμήσεις των νεαρών ακροατών.

Εγώ όταν τον γνώρισα το 1991, που ήμουν στην εταιρία δίσκων Polygramκαι είχε έρθει γιατί θα κυκλοφορούσαμε ένα δίσκο του που περιείχε την επιτυχία «Χίλια Περιστέρια». Όταν μας σύστησαν, με κοίταξε από την κορυφή μέχρι τα νύχια και μου είπε: «Πόντιος είσαι;». Χάρηκε όταν του απάντησα θετικά: «Μπράβο… Καλοί άνθρωποι οι Πόντιοι. Αυθεντικοί Έλληνες». Δυστυχώς, λίγους μήνες μετά έμαθα ότι δεν ένοιωθε καλά, και η κατάστασή της υγείας του πήγαινε από το κακό στο χειρότερο. Πονούσαν λέει τα κόκκαλα του. Μπήκε στο νοσοκομείο με τη διάγνωση του καρκίνου στα οστά σε προχωρημένη κατάσταση. Άφησε την τελευταία του πνοή στο νοσοκομείο «Σωτηρία», στις 10 Μαρτίου του 1992. Ήταν μόνο 67 ετών.

πηγή:/www.nikosonline.gr