Η χρυσή δεκαετία 1950-1959

Δημοσιεύση: 27 Ιανουαρίου, 2020

Δεν απείχε πολύ από την πραγματικότητα, ο μουσικός (και δεξιοτέχνης του μπουζουκιού) Γιάννης Σταματίου-Σπόρος όταν χαρακτήριζε «χρυσά» τα δέκα χρόνια του λαϊκού τραγουδιού (1950-1960) σε πρόσφατη συζήτηση για το ελληνικό τραγούδι. Στην εποχή μας -είπε-δεν υπάρχουν σουξέ. Αλλά κι αν γίνονται ορισμένα τραγούδια επιτυχίες έχουν μικρή διάρκεια, τόση όσο κρατάει μια… φωτοβολίδα… Περισσότερο σαφής, με ξεκάθαρες θέσεις για την πιο λαμπρή δεκαετία (1950-1960) του αγνού λαϊκού τραγουδιού, είναι ο βετεράνος λαϊκός συνθέτης και δεξιοτέχνης του μπουζουκιού Γιώργος Μανισαλής (Λαδόπουλος): «Τότε είχαμε ψυχή. Λειτουργούσαμε με τα συναισθήματα. Και μέσα από μια αλληλουχία συναισθημάτων, ξεπρόβαλλαν και θαυματούργησαν το ταλέντο, η γνώση, η φαντασία κι όλες οι ικανότητες των στιχουργών, μουσικών, συνθετών και τραγουδιστών.

Τσιτσάνης, Νίνου, Μανισαλής, το τρίο της επιτυχίας, πλαισιωμένο από επιτελείο μουσικής το 1950, στου «Τζίμη του Χονδρού» (Αχαρνών 77).

Στα συγκροτήματα όλοι γινόμασταν ένα. Το ίδιο συνέβαινε στις ηχογραφήσεις των δίσκων και στην παρουσίαση των προγραμμάτων από το πάλκο των λαϊκών κέντρων. Η ψυχή μεγαλουργούσε τότε. Σήμερα, στο ελληνικό τραγούδι έχει γίνει πρόοδος, έχουν αλλάξει πολλά, όμως λείπει ένα πράγμα. Η ψυχή. Και χωρίς αυτήν το λαϊκό τραγούδι είναι ανύπαρκτο». Οι θέσεις του Μανισαλή και του Σταματίου δεν αποτελούν σχήμα λόγου, γραφικότητα ή παρελθοντολογία. Είναι η ίδια η πραγματικότητα. Μιλάει η ψυχή που μεγαλούργησε στη «χρυσή δεκαετία» του γνήσιου λαϊκού τραγουδιού (1950-1960). Τα σουξέ της εποχής εκείνης είναι σουξέ και σήμερα. Είναι τραγούδια – μνημεία στην ιστορία του ελληνικού μουσικού πολιτισμού: «Συνεφιασμένη Κυριακή», «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι», «Το καπηλειό», «Ηλιοβασιλέματα», «Οι γλάροι»*, «Τώρα που φεύγω απ’ τη ζωή», «Μαντουμπάλα», «Λίγα ψίχουλα αγάπης σου γυρεύω», «Συ μου χάραξες πορεία» και δεκάδες ακόμη επιτυχίες. Γράφτηκαν, τραγουδήθηκαν και αγαπήθηκαν τη συγκεκριμένη περίοδο (ή λίγο πριν) και έχουν ισχύ μέχρι σήμερα. Αντίθετα με τα σύγχρονα, που έχουν πλέον ημερομηνίες λήξης και λήθης… Οι αυθεντικοί λαϊκοί καλλιτέχνες και τα τραγούδια τους, πορεύτηκαν μεταξύ 1950 -1960, μέσα από σοβαρά γεγονότα και προβλήματα τα οποία κατέγραψαν και τα έδωσαν (τραγουδιστά) με αμεσότητα, στον λαό που τα περίμενε σαν βάλσαμο και ένιωθε μια μεγάλη ανακούφιση… Η δεκαετία εκείνη είναι δεμένη με διεργασίες τέτοιες, που έδωσαν, άξια την πρωτοπορία στο λαϊκό τραγούδι. Ήταν η κρίσιμη εποχή που λειτούργησε σαν «φίλτρο» στον ευρύτερο χώρο της ελληνικής μουσικής σκηνής. Η γέννηση του καθαρού λαϊκού τραγουδιού πορεύτηκε με μια Ελλάδα, σε τεταμένη κατάσταση, τσακισμένη από μια ναζιστική κατοχή, λαβωμένη από τον Εμφύλιο Πόλεμο. Ένας λαός -που ανάμεσα στην απόγνωση και την υπηρηφάνεια- αγωνιζόταν να στηριχθεί στα πόδια του, με λιγοστές δυνάμεις… Φτώχεια, μιζέρια, κοινωνική αδικία, αστυνομοκρατία και ανελέητο κυνηγητό για τους ηττημένους του Εμφυλίου και σαν μάστιγα ή λύτρωση, προβάλλουν η μετανάστευση και η αστυφιλία. Ερημώνει η επαρχία, από τη μια, ενώ από την άλλη πλευρά καράβια και τρένα φορτώνουν χιλιάδες Έλληνες για τα σκλαβοπάζαρα της Ευρώπης, της Αμερικής, της Αυστραλίας. Το λαϊκό τραγούδι καταγράφει εκείνη την οδυνηρή πραγματικότητα και με πρωτοπόρο τον Καζαντζίδη τραγουδά τα προβλήματα της ξενιτιάς που αγγίζουν ακόμη κι εκείνους που δεν είχαν δικούς τους ξενιτεμένους… «Φεύγω με πίκρα στα ξένα», «Στον Καναδά, στη Βραζιλία, στις φάμπρικες της Γερμανίας», «Σε ξένη χώρα μόνος», «Το τρένο Γερμανίας-Αθηνών», «Φεύγει το καράβι». Παρ’ όλα τα βάσανα του όμως, ο ίδιος λαός που ποτέ δεν σταμάτησε να έχει πνευματικές ανησυχίες, άφηνε πλέον πίσω του στις προηγούμενες δεκαετίες το ελαφρό (ευρωπαϊκό) τραγούδι, καθώς και το κλασικό ρεμπέτικο (χασικλίδικο και όχι μόνο) και ζυμωνόταν (ή προχωρούσε) σε έναν καινούργιο χώρο σ’ έναν άλλον κόσμο τραγουδιού που άρχιζε -τότε- να λειτουργεί σαν διασκέδαση και ταυτόχρονα σαν κοινωνικός προβληματισμός. Πρωτοπόροι στη νέα κατάσταση για το λαϊκό τραγούδι με βαθιά κοινωνικό (ή άμεσα πολιτικό) χαρακτήρα, ήταν οι πολλοί σημαντικοί δημιουργοί (και ταυτόχρονα μεγάλοι οργανοπαίχτες) του ρεμπέτικου: Χατζηχρήστος, Τσιτσάνης, Χιώτης, Μητσάκης, Παπαϊωάννου, αποτελούν τον ισχυρό πυρήνα και πλαισιώνονται από τους νεότερους, Χάρμα, Καλδάρα, Κλουβάτο, Καπλάνη, Δερβενιώτη, Μπακάλη, Χρυσίνη, Τζουανάκο, Καλφόπουλο, Μανισαλή. Ολοι μαζί προχωρούν σε ένα μπαράζ έκδοσης και κυκλοφορίας τραγουδιών σε πλάκες (δίσκους) γραμμοφώνου 78 στροφών… Εδώ πρέπει να επισημανθεί το γεγονός ότι οι παραπάνω συνθέτες και δεξιοτέχνες του μπουζουκιού, από το 1950 και μετά εμπνεύσθηκαν και έγραψαν υπέροχες μελωδίες, γιατί τους δόθηκαν στίχοι από λαϊκούς στιχουργούς – ποιητές που αποδείχθηκαν τα μεγαλύτερα (στον τομέα τους) ταλέντα του αιώνα μας. Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, Χαράλαμπος Βασιλειάδης (Τσάντας), Κώστας Βίρβος, Κώστας Μάνεσης, Χρήστος Κολοκοτρώνης, Δημήτρης Γκούτης, Κώστας Κοφινιώτης, Γεράσιμος Τσάκαλος, Νίκος Μουρκάκος, Σπύρος Κεφαλόπουλος και ορισμένοι άλλοι… Το ίδιο συνέβη και με τους ερμηνευτές. Με μαγιά τις σπουδαιότερες φωνές μετά την απελευθέρωση (1945-50) προχώρησαν στην ολοκλήρωση του έργου τους οι δημιουργοί. Φωνές δυνατές, καθαρές! Μπίνης, Μοσχονάς, Ευγενικός, Ρουμελιώτης, Τσαουσάκης, Τζιβάνης, Κρεούζης, Γεωργακοπούλου, Μπέλλου, Χασκίλ, Νίνου, Ντάλια, Στάμου, Γρίλλη, Χρυσαφή. Η δεκαετία του 1950, όμως, γέννησε τις μεγαλύτερες φωνές το αιώνα μας: Καζαντζίδης, Μπιθικώτσης, Γαβαλάς, Γκρέι, Πάνου, Λύδια, Σεβάς Χανούμ, Λίντα, Αγγελόπουλος, Καμπάνης, Περπινιάδης, Ζαγοραίος, Αναγνωστάκης, Διονυσίου, Ρεπάνης, Δούκισσα, Χατζοπούλου, Βούλα Γκίκα, Ρία Κούρτη, Σακελλαρίου. Εκείνο που πρέπει να τονίσουμε για όλους τους τραγουδιστές και τραγουδίστριες εκείνης της συγκεκριμένης εποχής είναι ότι ο καθένας τους δημιούργησε «δική» του σχολή ερμηνείας. Ποτέ κανένας δεν μιμήθηκε άλλον.

Στέλιος Καζαντζίδης – Μαρινέλλα: Μια δετία (1957-1965) δόξας, μεγαλείου και απόλυτης υπεροχής γι’ αυτό που λέμε και εννοούμε λαϊκό τραγούδι.

Η νέα, πλέον, κατάσταση που διαμορφωνόταν στο χώρο και στον κόσμο του λαϊκού τραγουδιού, δημιουργούσε έναν σκληρό ανταγωνισμό, πολλές αντιθέσεις, μέσα από τις οποίες βγήκαν αλλαγές και καινοτομίες που σηματοδότησαν όχι μόνο τη συγκεκριμένη δεκαετία, αλλά και τις επόμενες. Οι αλλαγές αυτές χάραξαν καινούργιους δρόμους στην πορεία του λαϊκού τραγουδιού και δημιούργησαν νέα ήθη σ’ αυτό το χώρο σαν τέχνη και σαν διασκέδαση, κάτι που άλλοι θεώρησαν βελτίωση και πρόοδο και άλλοι υποχώρηση από τη γνησιότητα. Στις πιο σημαντικές αλλαγές που μπορούμε να ξεχωρίσουμε, είναι ο εμπλουτισμένος της λαϊκής ορχήστρας -που διαφοροποιείται πλέον από την καθιερωμένη ρεμπέτικη- με περισσότερα μέλη που παίζουν πάντα όργανα με φυσικό ήχο. Στις αρχές του ’50 σπάει κι ένα μεγάλο ταμπού στο πάλκο των λαϊκών κέντρων της Αθήνας και του Πειραιά («Τζίμης ο Χονδρός», «Τριάνα», «Ροσινιόλ», «Αστέρας»). Δίπλα από τους γνήσιους δημιουργούς, Τσιτσάνη, Παπαϊωάννου, Μητσάκη, Χιώτη και τους τραγουδιστές, Τσαουσάκη, Ευγενικό, Μοσχονά, Ρουμελιώτη, Τζιβάνη, κ.ά. κάθονται γυναίκες τραγουδίστριες, κάτι που ήταν τελείως απαγορευτικό και ξένο, μέχρι τότε, στη λειτουργία αυτών των κέντρων διασκέδασης. Η παρουσία των γυναικών (Γεωργακοπούλου, Μπέλου, Νίνου, Χασκίλ, Ντάλια) δίνει άλλη μορφή κι άλλον χαρακτήρα στη νυχτερινή διασκέδαση. Κι ενώ οι γυναίκες τραγουδίστριες ήταν καθηλωμένες, σταδιακά άρχισε η «απελευθέρωση τους» και με πρώτη την Μαρίκα Νίνου και μετά τη Λίντα και την Γκρέυ, σηκώθηκαν και τραγούδησαν όρθιες στις πίστες. Σημαντική αλλαγή που λειτούργησε υπέρ της μελωδικότητας του λαϊκού τραγουδιού ήταν η εμφάνιση και καθιέρωση των μεγάλων ντουέτων: Ντούο Χάρμα (Τόλης και Λίτσα Χαρμαντά), Βασίλης Τσιτσάνης – Μαρίκα Νίνου, Στέλιος Καζαντζίδης – Μαρινέλλα, Πάνος Γαβαλάς – Βούλα Γκίκα, Μανώλης Αγγελόπουλος – Γιώτα Λύδια, Πέτρος Αναγνωστάκης – Ρία Κούρτη, Σπύρος -Ζωή Ζαγοραίου.

Αννα Γκαλ – Σταύρος Τζουανάκος. Εμφανίσεις στην Αθήνα αλλά και στην Αμερική. Από τα πρώτα ντουέτα που έδωσαν χαρά στον Ελληνισμό.
Στους δίσκους και στα κέντρα, τα ντουέτα έκαναν θραύση και ο κόσμος χειροκροτούσε και καταξίωνε αυτή την καινοτομία… Πάντως η δεκαετία του ’50 σφραγίζεται με την εντυπωσιακή παρουσία και την τεράστια προσφορά του Στέλιου Καζαντζίδη (και για πέντε χρόνια μαζί και της Μαρινέλλας) ο οποίος δεν λατρεύεται μόνον σαν μεγάλος ερμηνευτής, αλλά και σαν κοινωνός. Τα λαϊκά στρώματα βρήκαν μαζί του μιαν άλλη επικοινωνία και τον ανέβασαν στην κορυφή της ιεραρχίας του αγνού λαϊκού τραγουδιού. Γι’ αυτό πολλοί, ακόμη και σήμερα, λένε ότι το λαϊκό τραγούδι γεννήθηκε και πορεύεται μαζί με τον Στέλιο Καζαντζίδη. Εναν θρύλο κι έναν μύθο που δεν σβήνει από τη συνείδηση του λαού, όσο κι αν τον χτυπούν τα κάθε λογής κατεστημένα μέσα κι έξω από το χώρο του τραγουδιού… Γύρω στα 1955-56, μια πρωτοποριακή σκέψη του βιτρουόζου Μανώλη Χιώτη, που την έκανε πράξη και την καθιέρωσε, τάραξε τα νερά και δημιούργησε σχόλια και αντιθέσεις στους μουσικούς και γενικά στο χώρο της ελληνικής μουσικής. Η προσθήκη μιας και πλέον χορδής στο τρίχορδο μπουζούκι, που καθιερώθηκε από τότε σαν τετράχορδο και ηλεκτρικό. Αλλοι επικροτούσαν την ενέργεια αυτή του Χιώτη και άλλοι τόσοι την επέκριναν. Κυριότεροι υποστηρικτές του οι Ζαμπέτας, Τατασόπουλος, Σταματίου, Μακρυδάκης, Καραμπεσίνης… Ο εξωραϊσμός του μπουζουκιού όμως είχε και ευεργετικές πλευρές για το λαϊκό τραγούδι, που «πέρασε» πλέον σε γνωστές ελληνικές ταινίες του σινεμά, σε επιθεωρήσεις θεάτρων και σε άλλες κοσμικές εκδηλώσεις. Επίσης άρχισε να ακούγεται συστηματικά από το ραδιόφωνο, κι έτσι το συνήθισε και το αγάπησε ο πολύς κόσμος, με ζωντανά προγράμματα από τον Ραδιοσταθμό Ενόπλων Δυνάμεων και από ελεύθερες ή διαφημιστικές εκπομπές του Δευτέρου Προγράμματος του ΕΙΡ (Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας)… Σε όλη αυτήν την κοσμογονία που γνώρισε το αυθεντικό λαϊκό τραγούδι (1950-1960) δεν μπορούν να αγνοηθούν και οι αρνητικές του πλευρές, όπως η έντονη παρουσία των μπράβων στα νυχτερινά κέντρα (έστω κι αν αυτά ήταν ευπρόσωπα) που προσπαθούσαν να καθορίζουν μέρος των προγραμμάτων! Ενα γεγονός που ίσως δεν έχει αναφερθεί ποτέ αλλά είναι αληθινό. Μεταξύ 1953-1956, προστάτες που ενεργούσαν άτυπα, αλλά ουσιαστικά, ως άνθρωποι της τότε τάξεως, απείλησαν δημιουργούς και τραγουδιστές να μην τραγουδούν τραγούδια με πολιτικό περιεχόμενο. Αυτήν την οδυνηρή εμπειρία λίγο πολύ την είχαν δοκιμάσει όλοι οι λαϊκοί και περισσότερο ο Καζαντζίδης, ο Μπιθικώτσης, ο Γαβαλάς, ο Κυριαζής και πιο κυνικά η Σωτηρία Μπέλλου… Ακόμη μια από τις πιο αξιοπρόσεκτες και ουσιαστικές αλλαγές στη δεκαετία αυτή, ήταν το πέρασμα από τις 78 στροφές στις 45 στροφές. Μια πρωτοπορία στη δισκογραφία που λειτούργησε θετικά για όλους. Μέσα από αυτήν τη ζύμωση, τις αλλεπάλληλες αλλαγές και τις καινοτομίες, τις ανακατατάξεις και το θετικό κλίμα στο χώρο του λαϊκού τραγουδιού, τη δεκαετία 1950-1960, δρομολογήθηκαν οι μεγάλες εξελίξεις για το ελληνικό τραγούδι της επόμενης δεκαετίας αλλά και μέχρι σήμερα. Στην αρχή και στα μέσα του ’50, οι παρουσίες του Χατζιδάκι και στα 1959 του Θεοδωράκη, δίνουν μια άλλη μορφή, μια καλαισθησία, στο λαϊκό τραγούδι και στο νεοελληνικό μουσικό πολιτισμό…

πηγή:anemourion.blogspot.com