Ο Φίλιππος Νικολάου θυμάται όσα έζησε!!! «Οσα δεν είπα ποτέ»

Δημοσιεύση: 3 Οκτωβρίου, 2018

«Οταν», «Φύλλα φθινοπωρινά», «Μεγεμελέ», «Στο άδειο μου πακέτο», «Ε ρε και να ‘χαμε», «Μου χρωστάς», «Μια καρδιά» και πολλά άλλα σουξέ. Ο Φίλιππος Νικολάου, που έχει 50 χρόνια λαμπρής καριέρας στο τραγούδι, ανήκει σε εκείνους τους καλλιτέχνες που κρατούν χαμηλό προφίλ και έχουν δημιουργήσει καλό όνομα στον χώρο του θεάματος και του τραγουδιού με βάση τη δουλειά τους και όχι λόγω της δημοσιοποίησης προσωπικών τους θεμάτων.

 

Σε αυτή την από καρδιάς εξομολόγησή του στην «Espresso» ξετυλίγει άγνωστες στιγμές της προσωπικής του ζωής, από την εποχή που ήταν παιδάκι και αγωνιζόταν για το μεροκάματο κάνοντας διάφορες δουλειές του ποδαριού στο λιμάνι του Πειραιά, ενώ αποκαλύπτει πώς η μοίρα τον έχρισε τραγουδιστή, όντας εκτελωνιστής.

Ο «ψαγμένος» και φιλοσοφημένος καλλιτέχνης που, όπως λέει, έχει επιλέξει την ασκητική ζωή, χωρίς όμως να ζει σε μια αποστειρωμένη γυάλα, δεν το κρύβει ότι το μυστικό της πάντα καλής φόρμας του δεν βρίσκεται μόνο στο ότι δεν πίνει και δεν καπνίζει, αλλά στο γεγονός ότι τα έχει καλά με τον εαυτό του.

Πίστη στον εαυτό του

Το μυστικό της ευτυχίας του είναι η πίστη στον εαυτό του. «Λέγοντας πίστη αναφέρομαι σε πράγματα που έχουν να κάνουν με εμάς τους ίδιους ως άτομα αλλά και σε αυτό που κάνουμε στη δουλειά μας.

»Επίσης είναι σημαντική η πίστη σε μια ιδέα, μια κίνηση αλλά και σε μια θεότητα. Η πίστη σε κάτι είναι αυτό που σε στηρίζει μέχρι το τέλος της ζωής σου. Προσωπικά είμαι ευτυχισμένος, διότι, όπως λέει και η ετυμολογία της λέξης ”ευτυχία”, είχα καλή τύχη στη ζωή μου…» υποστηρίζει.

Με ψυχραιμία και σύνεση αντιμετωπίζει το θέμα της κρίσης που μαστίζει τα τελευταία χρόνια τη χώρα μας και δεν το κρύβει ότι «όλοι φταίμε, διότι εμείς επιτρέψαμε να συμβούν όλα αυτά τα άσχημα. Ο καθένας φέρει το δικό του μερίδιο ευθύνης» τονίζει και εξηγεί τον λόγο που με μεγάλη ανησυχία βιώνει τις τελευταίες δραματικές εξελίξεις στη χώρα μας.

«Ανησυχώ ιδιαίτερα γι’ αυτά που ακούγονται περί “κουρέματος” των οικονομιών μας. Και αυτό διότι και εγώ ανήκω στην κατηγορία εκείνων που πλέον ζουν από τις αποταμιεύσεις τους».

Οσο για τους πολιτικούς, δεν έχει και την καλύτερη άποψη. «Τους χαρακτηρίζω “λακέδες” που ξέρουν να υποκλίνονται καλά και δεν γνωρίζουν πώς να οδηγήσουν την Ελλάδα στην έξοδο από τα προβλήματά της. Προσωπικά, δεν πίστεψα ποτέ κανένα πολιτικό!» υποστηρίζει.

Ηταν εύκολα ή δύσκολα τα παιδικά σου χρόνια;
Γεννήθηκα στην Αγιά Σοφιά στον Πειραιά. Εκείνα τα χρόνια ήταν πολύ στριμωγμένα -κάτι χειρότερο απ’ ό,τι είναι στη σημερινή εποχή- και ο μπαμπάς μου δούλευε σε έναν φούρνο.
Από τη νύχτα στις 3.00 έως την επομένη στις 2.00 ήταν στη δουλειά και μετά είχε ανάγκη να ξεκουράζεται, οπότε τον βλέπαμε πολύ λίγο. Από τις πιο δύσκολες στιγμές των παιδικών μου χρόνων ήταν εκείνη που αποφάσισα να βγω στη δουλειά για να βοηθήσω οικονομικά την οικογένειά μου.
Ημουν δώδεκα χρόνων και ξεκίνησα να χτυπάω πόρτες για διάφορες εργασίες του ποδαριού όπως ήταν τα μπακάλικα, τα μανάβικα, τα κουρεία.
Η καλύτερη δουλειά τότε ήταν να δουλεύεις σε κάποιο πρακτορείο στο λιμάνι, στην έκδοση εισιτηρίων για τα πλοία που τότε πήγαιναν Αργοσαρωνικό. Ακόμη δεν είχε αναπτυχθεί το δίκτυο των μεγάλων διαδρομών.

Τι ονειρευόσουν παιδάκι;
Είναι αλήθεια ότι πάντα είχα την αίσθηση του οράματος και του ονείρου και βλέποντας τα πλοία έλεγα ότι θα μπορούσα να γίνω ναυτικός και να ταξιδεύω. Πράγματι, κάποια στιγμή έβγαλα ένα φυλλάδιο μαθητευόμενου ναυτικού και μπήκα σε ένα πλοίο που έκανε κοντινά ταξίδια. Ημουν μούτσος.

Πότε σου γεννήθηκε η ιδέα να γίνεις τραγουδιστής;
Δεν μου μπήκε ποτέ, αφού τραγουδιστής χρίστηκα τυχαία. Αυτό που ήθελα να γίνω -όντας σε διάφορες δουλειές του λιμανιού και βλέποντας ποια επαγγέλματα ήταν τα πιο προνομιούχα- ήταν τελωνειακός ή εκτελωνιστής.
Ετσι, μετά το νυχτερινό γυμνάσιο έγινα βοηθός εκτελωνιστή και επειδή ήθελα να προχωρήσω επαγγελματικά, παρότι δούλευα σαν σκυλί από το πρωί έως το βράδυ, έδωσα εξετάσεις στην τότε Ανωτέρα Βιομηχανική Σχολή. Τελικά, ένεκα των σπουδών μου, κατάφερα να γίνω προϊστάμενος του εκτελωνιστικού γραφείου στο οποίο εργαζόμουν.

Και από εκτελωνιστής πώς βρέθηκες στο πάλκο;
Από τα 18 έως τα 25 χρόνια μου δούλευα εντατικά στο εκτελωνιστικό γραφείο και κάποια στιγμή αποφάσισα να πάρω άδεια είκοσι ημερών και να πάω στη Ρόδο. Μέσα στο καράβι, το οποίο ήταν τύπου κρουαζιερόπλοιο και έφτανε στο νησί σε τρεις μέρες, περνώντας από τη Χάιφα, γνωρίστηκα με τα μέλη του συγκροτήματος Playboys, που επίσης ταξίδευαν για τη Ρόδο.
Στο σαλόνι του καραβιού τα παιδιά μού είπαν στενοχωρημένα ότι είχαν κλείσει να εμφανιστούν στο κλαμπ Κουρσάρος του νησιού, αλλά ο τραγουδιστής τους δεν ήταν μαζί τους, επειδή βρήκε καλύτερη δουλειά στην Αθήνα. Κάποια στιγμή στο σαλόνι, ενώ έκαναν πρόβα, τόλμησα και τους είπα ότι ξέρω δυο τρία ξένα τραγουδάκια και θα ήθελα να τραγουδήσω. Ετσι κι έγινε.
Φτάνοντας στη Ρόδο οι Playboys με κάλεσαν στην πρεμιέρα τους και εκεί είχα την ευκαιρία να ξαναπώ μαζί τους τα κομμάτια που ήξερα.
Μου άρεσε τόσο πολύ αυτό που έκανα, που κάθισα και έμαθα και άλλα για να εμφανιστώ και τις υπόλοιπες μέρες μαζί τους, σε ένα μοντέρνο πρόγραμμα, εναλλάξ με μια τραγουδίστρια της εποχής, την Κούκα, η οποία επίσης συνεργαζόταν μαζί τους.
Ελα όμως που εγώ πλέον είχα μπολιαστεί με το τραγούδι και ήθελα να κάνω τον τραγουδιστή! Ετσι έστειλα μια επιστολή στα αφεντικά μου στο εκτελωνιστικό γραφείο στον Πειραιά, γράφοντάς τους ότι θα παρατείνω τις διακοπές μου έως το τέλος του καλοκαιριού.
Πράγμα που έγινε και από τότε πήρα τον δρόμο του επαγγελματία τραγουδιστή, συνεχίζοντας και με άλλα συγκροτήματα της εποχής.
Μέχρι που έκανα σόλο καριέρα με την προτροπή του -ελληνικής καταγωγής- σπουδαίου τραγουδιστή Ζωρζ Γκεταρύ.

Μήπως θυμάσαι πόσο ήταν το πρώτο σου μεροκάματο;
Εντάξει, τα λεφτά που πήρα από τους Playboys ήταν ελάχιστα, αλλά εκείνο το καλοκαίρι στη Ρόδο συνέβη κάτι που με έκανε να βγάλω πολλά χρήματα. Τι ήταν αυτό; Μετά το τέλος των εμφανίσεών μας στο κλαμπ πηγαίναμε στο καζίνο.
Εκεί, ακολουθώντας στη ρουλέτα τις κινήσεις ενός δεινού Ελληνοαμερικανού παίκτη, που έκανε στατιστική για την πιθανότητα της μπίλιας, πόνταρα στα ίδια νούμερα με εκείνον και κέρδισα συνολικά 300.000 δραχμές. Με αυτό το ποσό, που ήταν μεγάλο για εκείνη την εποχή, αγόρασα ένα σπίτι στο Κερατσίνι και ένα αυτοκίνητο.

«H Ελλάδα δεν είναι Δανία ώστε να δεχτεί τον γάμο τού πρωθυπουργού της με άνθρωπο του ίδιου φύλου. Το κομμάτι των ηλικιών που θα αντιδρούσε αποτελεί πλέον μειοψηφία»

πηγή:dete.gr