Ο γιος του Μανώλη Μητσιά είναι ένας γοητευτικός οδοντίατρος διεθνούς φήμης!

Δημοσιεύση: 23 Οκτωβρίου, 2019

Από τον Γιώργο Πράτανο,

Ο Μιλτιάδης Μητσιάς, γιος του Μανώλη, της «φωνής των μεγάλων δημιουργών», είναι ένας καταξιωμένος οδοντίατρος, που εδώ και μια δεκαετία έχει αναπτύξει διεθνή δραστηριότητα για τα εμφυτεύματα δοντιών. Μέχρι να φτάσει στην αναγνώριση, όμως, έπρεπε να μάθει να διαχειρίζεται το βαρύ του επίθετο, μάθημα δύσκολο και βιωματικό.

Εξωστρεφής, φιλικός, επικοινωνιακός. Αυτά είναι τα χαρακτηριστικά που εύκολα εντοπίζει κανείς στα πρώτα λεπτά της συναναστροφής με τον Μιλτιάδη Μητσιά, γιο ενός από τους κλασικούς ερμηνευτές της ελληνικής μουσικής. Ίσως τα χαρακτηριστικά αυτά να προέκυψαν από τις εκατοντάδες ομιλίες, διαλέξεις και παραδόσεις μαθημάτων του Μιλτιάδη σε πανεπιστημιακά ιδρύματα και παγκόσμια συνέδρια, καθώς εδώ και δέκα χρόνια εφαρμόζει μια νέα επαναστατική μέθοδο εμφυτευμάτων στην οδοντιατρική.

Σε ένα έντονα καλλιτεχνικό περιβάλλον, όπως εκείνο που μεγάλωσε, η επιλογή της οδοντιατρικής μοιάζει αναπάντεχη. «Κι όμως, προέκυψε συνειδητά, αφού συνδυάζει πολλές παραμέτρους που μου αρέσουν: Είναι ένα επάγγελμα που μπορώ να το ελέγχω σε ροή και χρόνο, σε αντίθεση με το επάγγελμα του πατέρα μου, όπου τα ωράρια είναι διαφορετικά και δεν σε διευκολύνουν με τα παιδιά. Επίσης, θεωρείται σταθερό. Έχω ζήσει πολλές καμπύλες – σαν καρδιογράφημα, λόγω του επαγγέλματος του πατέρα μου. Από την πλήρη αποθέωση μέχρι τη μη αναμενόμενη εμπορική αποτυχία, πράγμα που ζουν όλοι οι καλλιτέχνες. Επίσης, ήμουν πάντοτε καλός με τα χέρια μου. Ακόμη και τα αθλήματα με τα οποία έχω ασχοληθεί, όπως το μπάσκετ και το τένις, έχουν να κάνουν με τα χέρια. Τέλος, είναι το χαμόγελο. Το χαμόγελο είναι μια δύναμη μετάδοσης θετικής ενέργειας. Ένας άνθρωπος που σου χαμογελάει περνάει μέσα σου, σου φτιάχνει τα εσώψυχά σου, σε ανεβάζει! Έτσι, οδηγήθηκα στην οδοντιατρική».

Φυσικά, η επιλογή αυτή δεν ήταν και η πιο εύκολη. «Την κουβέντα για τον επαγγελματικό προσανατολισμό την έκανα με τον πατέρα μου στα 16 μου, τότε που αμφιταλαντευόμουν, όπως, θεωρώ, το έχει περάσει κάθε παιδί διασήμου. Ειδικά όταν ο πατέρας είναι ακμαίος και ενεργός, και το παιδί ζει κάθε μέρα στα φώτα και την αναγνωρισιμότητα. Αυτό είναι εξαιρετικά γοητευτικό, ειδικά για έναν έφηβο. Είναι εύλογο να σκεφτεί “κι εγώ θέλω να το ζω αυτό”. Οι γονείς μου έκαναν ό,τι περνάει από το χέρι τους για να φύγω μακριά από αυτό. Ο πατέρας μου μου ξεκαθάρισε, μάλιστα, πως ο τραγουδιστής δεν είναι επάγγελμα, αλλά χόμπι. “Τώρα, αν μπορείς να είσαι τόσο καλός που το χόμπι σου θα το κάνεις επάγγελμα, είναι μια άλλη ιστορία” πρόσθεσε και συνέχισε: “Αν ξεκινήσεις και πεις πως μέσα από το τραγούδι θα βγάζεις χρήματα, δεν θα γίνεις ποτέ πρώτος”. Ο πατέρας μου ήταν ψάλτης στην εκκλησία του χωριού του, δούλευε στα χωράφια έχοντας πάντα μαζί του ένα ραδιοφωνάκι. Μου έλεγε “Όταν πήγα να τραγουδήσω για να βγάλω ένα χαρτζιλίκι, γνώριζα όλο το ρεπερτόριο του Μπιθικώτση, του Καζαντζίδη, της Μοσχολιού. Τα ήξερα όλα, όπως όταν ένας άριστος μαθητής πάει για εξετάσεις. Ήξερα τα λόγια, τα γυρίσματα, ακόμη και τις αναπνοές τους”» μου διηγείται.

litsa mitsia manolis_mitsias

Ο πατέρας Μανώλης Μητσιάς δεν θα μπορούσε να είναι ο πατέρας που θα ήταν διαθέσιμος για το γιο του ανά πάσα στιγμή. Αλλά κατάφερνε να κάνει πάντα αισθητή την παρουσία του και να μη δίνει στο γιο του την αίσθηση της απουσίας του. «Ο χρόνος που είχε για μένα ο πατέρας μου ήταν ποσοτικά λίγος, όμως ποιοτικά πολύς. Έκανε υπερπροσπάθεια για να είναι κοντά μου μέσα στο ανάποδο πρόγραμμα που είχε σε σχέση με τη δική μου ζωή. Είχαμε δύο ώρες περίπου καθημερινά και συζητούσαμε. Είχαμε διαμορφώσει και δικές μας πλατφόρμες επικοινωνίας, όπως τα αυτοκίνητα, τη μουσική, τον αθλητισμό, ακόμα και τα πολιτικά. Ακούγαμε μαζί όλα τα demo του πριν κυκλοφορήσουν επίσημα και είχα από μικρός γνώμη. Μάλιστα, πολλές φορές τσακωνόμασταν. Μου μιλούσε και για ξένους τραγουδιστές, αν και δεν ασχολιόταν και τόσο πολύ με την ξένη μουσική. Αλλά μου έλεγε για εκείνους που εκτιμούσε, όπως ο Bruce Springsteen ή ο Sting ή ο Piovani. Όχι πως συμφωνούσαμε σε όλα» υπογραμμίζει.

Μεγαλώνοντας ο Μιλτιάδης γνώρισε ανθρώπους-σύμβολα της χώρας και μάλιστα από την ανθρώπινη πλευρά τους. «Ο πατέρας μου είναι ο καλλιτέχνης που έχει τραγουδήσει τους πιο πολλούς προσωπικούς δίσκους του Χατζιδάκι. Έχω γνωρίσει τον κύριο Χατζιδάκη, όπως πάντα τον έλεγε ο πατέρας. Μια φορά παίξαμε και τάβλι μαζί! Ήταν ένας χαρισματικός άνθρωπος. Όχι απλά ως ένας σημαντικός δημιουργός, αλλά ως μια παγκόσμια μουσική διάνοια και ως προσωπικότητα μεγάλου βεληνεκούς. Αντίστοιχα και ο Θεοδωράκης φυσικά». Οι εικόνες που έχουν αποτυπωθεί στο μυαλό του είναι δυνατές. «Με τον πατέρα μου έχω ζήσει ανεπανάληπτες στιγμές, σε ξακουστά θέατρα, όπως το Carnegie Hall, Town Hall, Lincoln Center… Αμερική, Ευρώπη, Αυστραλία, μέχρι Κίνα έχουμε πάει! Δεν θα ξεχάσω μια συναυλία στην Αυστραλία, ο πατέρας μου τραγουδούσε το “Άξιον εστί” του Θεοδωράκη και από το θεωρείο πέταξαν μια τεράστια ελληνική σημαία. Σου το περιγράφω τώρα και ανατριχιάζω. Ο κόσμος παραληρούσε».

«Μεγαλώνοντας έχεις νιώσει ποτέ βαριά τη σκιά του πατέρα σου;» τον ρωτάω και πριν απαντήσει χαμογελάει: «Ακόμη τη νιώθω. Δεν φταίει εκείνος, φυσικά. Καλώς ή κακώς, όταν είσαι παιδί διασήμων, ζεις μια ασπρόμαυρη ζωή. Δηλαδή, όταν προχωράς στο δρόμο με το διάσημο γονέα έχεις μια τελείως διαφορετική αντιμετώπιση από ό,τι αν προχωρήσεις μετά από δέκα λεπτά στον ίδιο δρόμο μόνος σου. Είναι σαν τον Dr Jekyll και Mr Hyde. Ασπρόμαυρο τελείως. Θέλει αρκετά κότσια για να το αντιμετωπίσεις μόνος σου. Εκτός και αν καταφέρεις ο ίδιος να είσαι αναγνωρίσιμος, πράγμα που είναι αρκετά δύσκολο».

Πολλά είναι τα παιδιά διασήμων που κατά καιρούς φιγουράρουν σε πρωτοσέλιδα, όχι για τους λόγους που θα επιθυμούσαν και οι ίδιοι. «Είναι αρκετά δύσκολο, έως σχεδόν αδύνατο, να καταφέρεις να φύγεις από τη σκιά ενός διάσημου γονέα. Είναι μια άνιση μάχη. Όμως, είναι το τίμημα που πρέπει να πληρώσεις. Γιατί κι εμείς μπορεί να είχαμε κατά καιρούς διευκολύνσεις άλλου τύπου. Ή να ζήσαμε στιγμές που άλλα παιδιά δεν έχουν ζήσει. Πιστεύω πως στη ζωή υπάρχει ισορροπία. Οπότε, όσο πιο νωρίς ξεκινήσεις αυτό τον άνισο αγώνα εσωτερικά, τόσο πιο εύκολα θα δεις φως. Άρα ή αποδέχεσαι τα πράγματα όπως έχουν και δουλεύεις πάνω σε αυτά ή θα είσαι “βαριά τραυματισμένος” και θα συνεχίσεις να συστήνεσαι ως “είμαι ο γιος του τάδε” μέχρι να πεθάνεις». Το τελευταίο δεν ισχύει για τον Μιλτιάδη. Άλλωστε, αν πει πως είναι ο γιος του Μανώλη Μητσιά στην πολυπολιτισμική επιστημονική κοινότητα στην οποία κινείται, δεν θα ανοίξει καμία πόρτα, αντίθετα το δικό του όνομα είναι διεθνώς αναγνωρίσιμο στο χώρο του, ενώ έχει και διάσημους πελάτες. «Ήμουν τυχερός γιατί τα πράγματα μου ήρθαν καλά, οι γονείς μου ήταν πάντα δίπλα μου και κατάφερα να γίνω αναγνωρίσιμος για την επιστήμη μου» μου λέει. Οι επιτυχημένες καριέρες, σε όποιο πεδίο και αν χτίζονται, έχουν μια κοινή συνισταμένη, τη συνεχή δουλειά.

miltiadis mitsias people 202 (2)

Η επιστημονική του πορεία προς την επιτυχία

Τελειώνοντας την Οδοντιατρική Αθηνών έφυγε για μεταπτυχιακό στις ΗΠΑ. «Έφυγα τέσσερις ημέρες μετά την αποφοίτησή μου για να προλάβω τις ημερομηνίες. Η ειδικότητά μου ήταν γύρω από τα εμφυτεύματα και το Master μου στα Βιοϋλικά» μου αναφέρει. Το 2004, έπειτα από τέσσερα χρόνια, επέστρεψε στη χώρα. «Αφού ολοκλήρωσα τη στρατιωτική μου θητεία, έψαξα να βρω ένα χώρο, πάντα στα μέτρα εκείνης της εποχής. Είχα πάντοτε βλέψεις για να κάνω κάτι μεγαλύτερο από ένα απλό ιατρείο, λόγω και των επιρροών από τις ΗΠΑ. Επειδή πάντοτε μου άρεσε η έννοια του boutique hotel και αντίστοιχα του boutique clinic, προσάρμοσα τις ανάγκες του κόσμου και τις δικές μου στο συγκεκριμένο concept. Δεν είναι μόνο θέμα χώρου αλλά και φιλοσοφίας. Και νομίζω πως το έχω πετύχει. Παράλληλα με την κλινική, είχα την τύχη να με δεχτεί ένας φημισμένος καθηγητής στη Γερμανία, όπου ξεκίνησα ένα διδακτορικό πάντα στα Βιοϋλικά» εξηγεί. Όταν ολοκληρώθηκε το 2010, το Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης τού εμπιστεύτηκε τη θέση του επισκέπτη επίκουρου καθηγητή. «Από τότε πηγαίνω δύο φορές το χρόνο και κάνω τις ομιλίες μου, βλέπω τους μαθητές μου, συναντώ τους καθηγητές και νυν συναδέλφους μου και χαίρομαι που με αναγνωρίζουν ως ισότιμό τους».

Αγαπάει τη Νέα Υόρκη, αλλά λατρεύει την Αθήνα. Το γεγονός πως ταξιδεύει συνεχώς στο εξωτερικό, καλεσμένος συνεδρίων ή πανεπιστημίων, κάνει πιο έντονη την επιθυμία του για χαλαρές οικογενειακές βόλτες. «Έχω ταξιδέψει σε τόσα μέρη και δεν έχω δει χώρα με την ομορφιά της Ελλάδας». Το επαγγελματικό πρόγραμμά του για το 2017 είναι κλεισμένο. «Χθες με κάλεσαν σε ένα συνέδριο στην Ινδία. Τον Ιούνιο πηγαίνω στη Βαρκελώνη. Στη συνέχεια Αίγυπτο, Κένια. Τον Οκτώβριο Νέα Υόρκη, το Νοέμβριο Μεξικό, το Φεβρουάριο του 2018 Σουηδία» και πάει λέγοντας. «Αυτό για μένα είναι συγκινητικό. Ζω ένα όνειρο. Για εμένα είναι σημαντικό που καλούν έναν Έλληνα στο εξωτερικό. Το ευχάριστο είναι πως υπάρχουν και άλλοι ακόμη αγαπημένοι Έλληνες συνάδελφοι που κάνουν το ίδιο και ευτυχώς ο αριθμός αυξάνει, κάτι που αντανακλά στο πολύ καλο επίπεδο της ελληνικής οδοντιατρικής».

πηγή:peoplegreece.com