Ο Στέλιος Καζαντζίδης και η όχι ευρέως γνωστή ιστορία πίσω από το «Υπάρχω»

Δημοσιεύση: 13 Ιουλίου, 2018

Τον Στέλιο Καζαντζίδη τον συναντούσα καθημερινά σχεδόν στη γειτονιά μου στο Κερατσίνι: στο φούρνο για ψωμί, στο περίπτερο για τσιγάρα και λίγο παραπάνω στη μάντρα αυτοκινήτων του φίλου του, του Καταμπά, επί της Γρηγορίου Λαμπράκη, τη λεωφόρο που οδηγεί στο Πέραμα. Τον θυμάμαι πάντα συνοφρυωμένο με ημίπαλτο ριγμένο στους ώμους του και γούνινο “ρωσικού τύπου” καπέλο, λες και μόνο χειμώνα τον έβλεπα. Ποτέ δεν του είχα μιλήσει όσο κι αν είχα συναίσθηση του μεγέθους του και του μύθου που κουβαλούσε το όνομα του. Διότι, όταν ένας ζωντανός μύθος είναι γείτονας σου και τον παρακολουθείς κάθε μέρα να κινείται δίπλα σου, κάπου τον απομυθοποιείς και τον κατεβάζεις στο δικό σου “επίγειο” επίπεδο.

Κι εγώ και τ’ αδέρφια μου μεγαλώσαμε με τη φωνή του στο σπίτι μας. Οι γονείς μου, μετανάστες στο Ντόρτμουντ της Γερμανίας, δεν ξεχνάνε τους Γερμανούς που όποτε άκουγαν Καζαντζίδη, τους ρωτούσαν αν έχει…πονόκοιλο έτσι όπως τραγουδούσε. Τι να καταλάβαιναν οι Γερμανοί με τα αλπινιστικά τραγουδάκια τους από τον Άρχοντα Πρωτοψάλτη της Ιεράς Αρχιεπισκοπής των Ερώτων μας στα βαφτίσια και στις κηδείες τους; Πως να έκαναν τη σύνδεση μεταξύ του καζαντζιδικού ”Αααα” με το άλλο ”Αααα”, αυτό της Μαρίας Κάλλας, ανοίγοντας την αγκαλιά τους προς την καθ’ημάς Ανατολή;

Από τον πατέρα μου, λοιπόν, μάθαμε το “Δυο πόρτες έχει η ζωή”, το “Απόψε φίλα με”, το “Μη σκαλίζεις τη στάχτη” και από τον μεγάλο μου αδερφό το ”Υπάρχω”! Βλέπεις, όταν βγήκε το “Υπάρχω”, το 1975, ο αδερφός μου έμπαινε στην εφηβεία και δε μπορούσε να απουσιάζει ένας τέτοιος δίσκος δίπλα σ’ αυτούς του Θεοδωράκη, του Λοΐζου, του Λεοντή κ.α. από τη συλλογή του.

Το άλμπουμ “Υπάρχω” ξεκινούσε σχεδόν σουρεαλιστικά με μία παρλάτα από τον ίδιο τον Καζαντζίδη που προλόγιζε το όλο άκουσμα: Φίλοι μου, ο δίσκος που ακούτε αυτή τη στιγμή έχει τίτλο “Υπάρχω” και γράφτηκε με τη συνεργασία του Πυθαγόρα και του Χρήστου του Νικολόπουλου. Ο τίτλος είναι συμβολικός και αφορά εσάς και εμένα. Υπάρχω σαν καλλιτέχνης και σαν άνθρωπος απ’ τον καιρό που εσείς, οι γνωστοί και άγνωστοι φίλοι μου, με αγαπήσατε και με κάνατε δικό σας. Υπάρχω εφόσον εξακολουθείτε να πιστεύετε ότι εκφράζω τους καημούς, τα προβλήματα σας, την πίκρα της ξενιτιάς, το μόχθο του εργάτη, την εγκατάλειψη, τη μοίρα του ανθρώπου της συνοικίας και θα υπάρχω όσο υπάρχουν ταπεινοί, αγνοί και τίμιοι άνθρωποι του λαού. Γιατί μόνο στην καρδιά του λαού ζω, εκεί είναι το σπίτι μου, εκεί γεννήθηκα, εκεί θα πάψω κάποτε να υπάρχω. Σας ευχαριστώ! κι αμέσως μετά έμπαινε δυναμικά η ορχήστρα σε ύφος…slow rock, όπως μου το χαρακτήρισε κάποτε σε συνέντευξη του ο συνθέτης Χρήστος Νικολόπουλος! 

Η παρλάτα αυτή ήταν ομολογουμένως πολύ πρωτότυπη για μεγάλο δίσκο ενός τόσο κοσμαγάπητου τραγουδιστή σαν τον Στέλιο Καζαντζίδη. Και παρακινδυνευμένη, θα έλεγα, στο όριο του κιτς, αν υποτεθεί πως παρόμοιες παρλάτες συναντάμε σε κωμικά λούμπεν λαϊκά άσματα της δεκαετίας του 1960. Στο “Υπάρχω”, όμως, το intro του Καζαντζίδη δεν αφορούσε μόνο το ομότιτλο τραγούδι, αλλά ολόκληρο το περιεχόμενο του δίσκου.

Ενδεχομένως να ήθελε ο ίδιος να επανασυνδεθεί με την καρδιά του λαού, αφού είχε ακριβώς μία δεκαετία να εμφανιστεί σε μαγαζί απορρίπτοντας προτάσεις επιχειρηματιών, συνοδευόμενες από μυθώδη ποσά. Εν ολίγοις, το δισκογραφικό comeback του Καζαντζίδη εν μέσω Μεταπολίτευσης κιόλας δε θα μπορούσε να μην εμπεριείχε και ένα “διάγγελμα” του, αποτυπωμένο για πάντα στα αυλάκια του βινυλίου. Κι όταν λέμε comeback, εννοούμε με κάτι απόλυτα δικό του, αφού εκείνη την περίοδο ήταν παραγωγικότατος από δισκογραφικής άποψης.

Ερωτικό τραγούδι στη βάση του, το ”Υπάρχω” σάρωσε σε ολόκληρη την Ελλάδα, ανανεώνοντας το μύθο του ακριβοθώρητου λαϊκού βάρδου και παρασύροντας στην επιτυχία και άλλα κομμάτια του δίσκου, σαν το “Κάτω απ’ το πουκάμισο μου”. Λίγα χρόνια αργότερα, σε παραστάσεις του Διονύση Σαββόπουλου στην Πλάκα, ο Δημήτρης Πουλικάκος θα το παρουσίαζε, παρόντος του Νικολόπουλου, σε μία οργιαστική hard rock εκτέλεση, αναδεικνύοντας την πολεμοχαρή υφή των στίχων του – μία υφή που θα ωθούσε την Αρλέτα σε συνέντευξη της στον γράφοντα, να το χαρακτηρίσει άκρως φασιστικό τραγούδι! Στον αντίποδα, η γνώμη της Λένας Πλάτωνος είναι διαφορετική και αρκετά ενδιαφέρουσα: «Μπορεί ο άνθρωπος αυτός να επιβάλλεται στο ερωτικό του αντικείμενο ως ο ένας και μοναδικός άνθρωπος στη ζωή της, μπορεί όμως κι αυτή με την αμφίθυμη συμπεριφορά της να του δίνει έναυσμα για τέτοια αυτοπεποίθηση στα όρια του παραληρήματος…»

Πάντως ο συνθέτης Χρήστος Νικολόπουλος, ο τελευταίος των Μοϊκανών του λαϊκού μας τραγουδιού, διαφώνησε με τον χαρακτηρισμό φασιστικό τραγούδι για το ”Υπάρχω” και προτίμησε να μου αφηγηθεί κάποιες ιστορίες για τη δημιουργία του δίσκου:

Αρχικά το ομότιτλο τραγούδι ο Καζαντζίδης το προόριζε για τη Χαρούλα Αλεξίου, μια και πίστευε ότι δεν του ταίριαζε. Ίσως ήταν αυτό το ”slow rock” ύφος, που έλεγε και ο συνθέτης του. Χώρια που δεν επρόκειτο να γίνει ολόκληρο άλμπουμ, αλλά μερικά μόνο τραγούδια – κάποια προϋπηρχαν – με στιχουργό τον Πυθαγόρα, τον οποίο επίσης επέβαλλε στον Νικολόπουλο ο Καζαντζίδης, ασχέτως αν λίγο μετά θα τσακώνονταν. Λεπτομέρειες: Μέσα στο σύνολο των νέων τραγουδιών των Νικολόπουλου – Πυθαγόρα υπήρχε κι ένα παλιότερο κομμάτι του Γιάννη Τατασόπουλου, που τ’ αγαπούσε ο Καζαντζίδης και το ήθελε, ενώ φωνητικά σε κάποιες συνθέσεις έκανε ο νεαρός τότε Γιώργος Νταλάρας.

Ωστόσο, για να είμαστε ακριβοδίκαιοι, παρά το ότι ο συγκεκριμένος δίσκος έγινε χρυσός και, πάνω απ’ όλα, σήμα κατατεθέν του Καζαντζίδη, δεν σημείωσε ρεκόρ πωλήσεων, δηλαδή ούτε κατά διάνοια δεν έπιασε τα νούμερα του ”Δρόμου” των Μίμη Πλέσσα – Λευτέρη Παπαδόπουλου (1.000.000) ή και τις 500.000 του δίσκου του Νταλάρα ”50 χρόνια ρεμπέτικο τραγούδι” της ίδιας χρονιάς – πωλήσεις μέσα στα χρόνια, βέβαια, χωρίς να είναι ακόμη επιβεβαιωμένες.

Εννοείται πως ο Καζαντζίδης συνέχισε να έχει αρνητική στάση απέναντι στα ΜΜΕ και με τα χίλια παρακάλια δέχτηκε να εμφανιστεί με ορχήστρα στην κρατική τηλεόραση, παρουσιάζοντας τα τραγούδια του δίσκου. Όταν όμως αυτό συνέβη, οι δρόμοι Αθήνας και επαρχίας νέκρωσαν και σύσσωμο το πανελλήνιο καθηλώθηκε μπροστά στους τηλεοπτικούς ασπρόμαυρους δέκτες για να δει και να ακούσει live το μεγαλύτερο λαϊκό ίνδαλμα! Μιλάμε για τον χειμώνα του 1976, τότε που μερικοί άλλοι Έλληνες την καταέβρισκαν με Ρίτσο σε νταμάρια και κουλτούρα καφενείου, συμφώνως με τον Τζίμη Πανούση.

Ο Πανούσης στο ίδιο τραγούδι, το διαβόητο Όχι άλλο Νταλάρα, έλεγε και κάτι άλλο: Hendrix και Καζαντζίδης 10.000 watt/ να κλάσουνε πατάτες οι μπάτσοι και τα ΜΑΤ, ενόσω την ίδια ακριβώς περίοδο, στα μέσα των 80s, και η Φλέρυ Νταντωνάκη θα δήλωνε Νιώθω σαν τον Καζαντζίδη, απογοητευμένη που η κατάσταση με τις εταιρείες θα της στερούσε έναν ολοκαίνουργιο κύκλο τραγουδιών σε μουσική του Μάνου Χατζιδάκι.

Διότι αυτός ήταν ο Καζαντζίδης! Ο πρώτος που διεκδίκησε τα ποσοστά από τις πωλήσεις του, ”καθαρίζοντας” για το μέλλον των συναδέλφων του στην Ελλάδα, καθώς και ο πρώτος που τόλμησε να τα βάλει με ένα πανίσχυρο σύστημα εταιρειαρχών, μαγαζατόρων και νονών της νύχτας!

Κι αν ακόμη στην αρχή δεν του πολυάρεσε το ”Υπάρχω”, αποφάσισε εκ των υστέρων να εκμεταλλευθεί το μεγάλο σουξέ του, προβαίνοντας στη μάλλον άχαρη κίνηση να ρίξει στην αγορά…ούζο με τον ίδιο τίτλο και τη φάτσα του στην ετικέτα πάνω στο μπουκάλι.

Κρατώ ακόμη την εκτέλεση στο ”Υπάρχω” από τον Ισραηλινό τραγουδιστή Zohar Argov με τίτλο Elinor, ενδεικτική της αναγνωρισιμότητας και φήμης του Καζαντζίδη στη Μέση Ανατολή και τον αραβικό κόσμο!

Βασικά κρατώ μία μαρτυρία που μου μετέφερε η Βάσω, η χήρα του, στο ντοκιμαντέρ – για την αγορά του DVD – που κάναμε για τον Καζαντζίδη σε συνεργασία με τον δημοσιογράφο και ερευνητή του, Κώστα Μπαλαχούτη: Όποτε ο Στέλιος ένιωθε το κεφάλι του να γεμίζει από δυσάρεστες σκέψεις και την ψυχή του από άσχημα συναισθήματα, έπαιρνε τη βάρκα του και ανοιγόταν στη θάλασσα. Μόνο εκεί, στο σημείο που ενώνεται ο ορίζοντας με το νερό, άδειαζε απ’ όλα και γυρνούσε στη στεριά άγραφο χαρτί και πάλι, ετοιμοπόλεμος και συνειδητοποιημένος.

Πηγή: www.lifo.gr