Ο… στίχος είχε τη δική του ιστορία: Άγνωστο παρασκήνιο ελληνικών τραγουδιών

Δημοσιεύση: 2 Δεκεμβρίου, 2018

H μουσική, όπως και κάθε είδος τέχνης, είναι κάτι το μαγευτικό. Ο εκάστοτε καλλιτέχνης, είτε πρόκειται για ζωγράφο, είτε για τραγουδοποιό, είτε για σκηνοθέτη, προσπαθεί να εξωτερικεύσει τα συναισθήματά του και τις σκέψεις του στο κοινό του κι αυτό δεν είναι εύκολο. Ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο, άλλοτε πετυχαίνει τον σκοπό του και άλλοτε όχι.

 

 

Γράφει ο Χάρης Αποστολόπουλος

Ωστόσο, κάτι που ανέκαθεν προκαλούσε το ενδιαφέρον και την περιέργεια του φιλοθεάμονος κοινού, είναι το τι ακριβώς κρύβεται πίσω από την έμπνευση του καλλιτέχνη, ποια είναι η «μούσα» του και όλο το παρασκήνιο που έχει προηγηθεί της σύλληψης του έργου!

Σας παρουσιάσουμε την ιστορία που κρύβεται πίσω από 7 αγαπημένα ελληνικά τραγούδια που όλοι έχουμε σιγοτραγουδήσει!

Μια βραδιά στο «Λούκι» – Αδερφοί Κατσιμίχα

Το Πάσχα του 1978 ο καλλιτέχνης Άγγελος Σφακιανάκης μαζί με δύο ακόμη φίλους του έχουν πάει στη Ζάκυνθο και εκεί, όπως γράφει ο πρώτος, γνωρίζουν μια «ξεχωριστή ύπαρξη». Τη Ρενέ. Ένα κορίτσι τόσο γοητευτικό που τελικά έγινε τραγούδι και μάλιστα τόσο αγαπημένο ώστε φαν και μη των αδερφών Κατσιμίχα να το έχουμε σιγοψυθυρίσει ουκ ολίγες φορές.

Πρόκειται για το «Μια βραδιά στο Λούκι» και εάν ο τίτλος δεν σας θυμίζει κάτι τότε ίσως να σας θυμίσουν κάτι οι στίχοι: «Προχτές εκεί που τα `πινα με κάποιο κολλητό μου, κοιτώ και βλέπω πίσω μου δυο μάτια δυο ματάκια» ή «εγώ για κείνη χάνομαι και κείνη ούτε με ξέρει, αχ, να ‘μουνα αεράκι, καπνός από τσιγάρο στα στήθια της να μπαίνω και κείνη ας μη με θέλει».

Αυτό το κορίτσι λοιπόν, που οι γυναίκες ζηλέψαμε και θαυμάσαμε και οι άντρες ερωτεύτηκαν, δυστυχώς έφυγε από τη ζωή τον Σεπτέμβριο του 2015.

Το Ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας – Μάνος Λοΐζος

Οι πρώτες πενιές του θρυλικού ζεϊμπέκικου ακούστηκαν από τον τζουρά του παλιού ρεμπέτη Γιώργου Μουφλουζέλη. Ο Μάνος Λοϊζος, ωστόσο, ήθελε το κάτι παραπάνω. Πείθει τον Θανάση Πολυκανδριώτη να αφήσει το μπουζούκι του και να πάρει και αυτός έναν παλιό τζουρά και να συμμετάσχει. Εκείνο το όργανο, όμως, ήταν τόσο παλιό που πλέον δεν μπορούσε να κουρδιστεί και τα φάλτσα διαδέχονταν το ένα το άλλο. Όλοι, λοιπόν, άρχισαν να τα παρατάνε και να λένε πως το τραγούδι δεν πρόκειται να «βγει» και πως καλό θα ήταν ο Λοϊζος να προχωρήσει στο επόμενο. Ο Πολυκανδριώτης παρατάει τον παλιό τζουρά και όλα δείχνουν να είναι στον αέρα.

Ο Μάνος Λοϊζος, ωστόσο, δεν ήταν ένας συνηθισμένος άνθρωπος. Αποφασίζει με τη βοήθεια ενός τετρακάναλου που υπήρχε στο στούντιο να γράψει το τραγούδι κομμάτι- κομμάτι. Έγραφαν το τραγούδι όσο ο τζουράς ήταν κουρδισμένος. Όταν ξεκουρδιζόταν σταματούσαν. Τον ξανακούρδιζαν και συνέχιζαν. Έτσι το τραγούδι γράφτηκε επί της ουσίας με τη βοήθεια του… μοντάζ!

Αύγουστος – Νίκος Παπάζογλου

Στα τέλη Ιουνίου του 1978 σημειώθηκε ο φονικός σεισμός στη Θεσσαλονίκη. Πολλοί άνθρωποι, σκοτώθηκαν και άλλοι τόσοι έμειναν άστεγοι. Ένα από τα σπίτια που υπέστησαν ζημιές ήταν και εκείνο που έμενε ο Νίκος Παπάζογλου με την οικογένεια του. Αυτό σε συνδυασμό με την έντονη σεισμική ακολουθία ανάγκασαν τον Παπάζογλου να προτείνει στη γυναίκα του να πάρει τη νεογέννητη τότε κόρη τους και να πάνε να μείνουν σε συγγενείς τους στις ΗΠΑ μέχρι να εκτονωθεί το φαινόμενο και ταυτόχρονα να κάνουν τις διακοπές τους. Ο ίδιος θα παρέμενε πίσω.

Τον Αύγουστο ο Διονύσης Σαββόπουλος καλεί τον Παπάζογλου να περάσουν μερικές ημέρες χαλάρωσης στο εξοχικό του στο Πήλιο. Ο Παπάζογλου δέχεται. Εκεί ανάμεσα στους πολλούς φιλοξενούμενους του Νιόνιου υπήρχε και μια κοπέλα που τον «μάγεψε». Ο Παπάζογλου την ερωτεύτηκε αλλά οι τύψεις για τη γυναίκα του και το νεογέννητο παιδί τους δεν τον άφηναν να παραδοθεί στο πάθος του. Έτσι, αποφασίζει να φύγει από το Πήλιο και να επιστρέψει στη Θεσσαλονίκη, βάζοντας πάνω από έναν δυνατό έρωτα, την οικογένεια του.

Στο δρόμο της επιστροφής οι σκέψεις και η μελαγχολία για έναν έρωτα που ήταν καταδικασμένος να μείνει ανεκπλήρωτος είχαν πλημμυρίσει το μυαλό του. Η… μαγιά είχε ήδη βρεθεί: «Σ’ αγαπάω μα δεν έχω μιλιά να στο πω, κι αυτό είναι ένας καημός αβάσταχτος, λιώνω στον πόνο γιατί νιώθω κι εγώ, ο δρόμος που τραβάμε είναι αδιάβατος»!

Όνειρο Ήτανε – Αλκίνοος Ιωαννίδης

Ένα από τα πιο γνωστά και αγαπημένα τραγούδια του Αλκίνοου. Συμπεριλαμβάνεται στο δίσκο“Ανεμοδείκτης”(1999). Η ιστορία αυτού του τραγουδιού, όπως την αποκάλυψε ο ίδιος σε μία συνέντευξή του είναι η ακόλουθη:

“Ένας φίλος μου υπήρξε ερωτευμένος για μεγάλο διάστημα με μια κοπέλα, την οποία έβλεπε μόνο στον ύπνο του. Στον ξύπνιο δεν την είχε συναντήσει ποτέ. Παρ’ όλα αυτά είχαν μια κανονική ερωτική ιστορία, με τα πάνω και τα κάτω, με τις χαρές και τις λύπες. Από καιρό σε καιρό έβλεπα το φίλο μου και εκείνος μου έλεγε: “Ξέρεις,την ξαναείδα, μου είπε αυτό, εγώ της είπα το άλλο, συνέβη εκείνο, έγινε τούτο”. Μια μέρα, ένα βράδυ μάλλον ενώ κοιμόταν πάλι, ήρθε ξανά στον ύπνο του η κοπέλα, κλαίγοντας αυτή τη φορά του είπε ότι δεν θα την ξανάβλεπε ποτέ ξανά και πράγματι έκτοτε δεν την ξαναείδε. Και απ’ αυτή την ιστορία έγραψα αυτό το τραγούδι.”

Ημερολόγιο – Χρήστος Θηβαίος

Δεν υπάρχουν λόγια για να μπορέσεις να πεις ακριβώς τι αισθάνεσαι ακούγοντας αυτό εδώ το τραγούδι. Όπως είχε πει κάποτε κάποιος πολύ εύστοχα “είναι η εθνική μας μπαλάντα” και νομίζω πως δεν είχε καθόλου άδικο. Η ιστορία ετούτου εδώ του τραγουδιού χαρακτηρίζεται λίγο πολύ ως τραγική. Το 1996 λοιπόν ο Χρήστος Θηβαίος συμμετείχε στο συγκρότημα “Συνήθεις Ύποπτοι”. Επηρεασμένος από μία προσωπική του εμπειρία έγραψε το “Ημερολόγιο”.

Ήταν καιρό ερωτευμένος με μία κοπέλα πολύ νεότερη του η οποία δεν τον ήθελε και δεν του έδινε καμία σημασία. Εκείνος την παρακαλούσε για πάρα πολύ μεγάλο διάστημα και έκανε ότι μπορούσε έτσι ώστε να είναι μαζί της. Κάποια μέρα λοιπόν χτύπησε το τηλέφωνό του και ήταν εκείνη. Είχε συνειδητοποιήσει πλέον ότι αυτός ήταν ο άντρας της ζωής της και τον πήρε για να κλείσουν ένα ραντεβού για να βρεθούνε. Δυστυχώς το ίδιο βράδυ όμως εκείνη πηγαίνοντας στο ραντεβού, σκοτώθηκε με το αυτοκίνητό της!

Έχω ένα παπάκι – Νικόλας Άσιμος

Ένα από τα πιο ευαίσθητα ελληνικά τραγούδια, έχει γραφτεί από έναν από τους πιο ευαίσθητους καλλιτέχνες. Για την ακρίβεια δεν είναι τραγούδι αλλά νανούρισμα. Αυτό, όμως, είναι μάλλον γνωστό για το συγκινητικό «έχω ένα παπάκι» του Νικόλα του Άσιμου.

Αυτό που δεν είναι τόσο γνωστό είναι το ότι ηχογραφήθηκε… «μυστικά»! Το νανούρισμα, αυτό, λοιπόν, το τραγουδούσε ο Άσιμος στην κόρη του όταν την κοίμιζε στο θρυλικό υπόγειο της Αραχώβης 41 στα Εξάρχεια. Δεν είχε σκοπό να το ηχογραφήσει. Η Χάρις Αλεξίου ήταν αυτή που τον παρακάλεσε να το κάνει πρόβα στο στούντιο.

Ο Άσιμος δέχθηκε και ο ηχολήπτης άρχισε να το γράφει… διακριτικά. Ο Άσιμος μαγεύτηκε από την ερμηνεία της Αλεξίου, άνοιξε την πόρτα, μπήκε μέσα στον χώρο της ηχογράφησης και άρχισε να περπατάει πίσω από την Αλεξίου. Ξαφνικά άρχισε να την συνοδεύει, βουρκωμένος. Δακρυσμένη ήταν και η Χαρούλα Αλεξίου και με τον μαγικό αυτό τρόπο η «αυθαιρεσία» του ηχολήπτη πέρασε στην ιστορία ως ένα από τα πιο συγκινητικά ελληνικά τραγούδια.

Γράμμα σε ένα Ποιητή – Δημήτρης Ζερβουδάκης

Εδώ λοιπόν μιλάμε για ένα ποίημα του Νίκου Καββαδία. Το 1989 ο Δημήτρης Ζερβουδάκης το μελοποίησε εκπληκτικά και διάλεξε ένα μέρος του ποιήματος και με ελάχιστες διαφοροποιήσεις το έκανε ένα από τα καλύτερα τραγούδια.

Μία φήμη που κυκλοφορεί σχετικά με αυτό το ποίημα είναι ότι ο Καββαδίας το έγραψε για κάποιο νεαρό ποιητή ονόματι Καίσαρα, ο οποίος αυτοκτόνησε μια μέρα στο γραφείο του ανάμεσα σε σωρούς από βιβλία και χαρτιά, έχοντας αφήσει ως τελευταίο του σημείωμα τη φράση:“Φαίνεται πια πως τίποτα – τίποτα δεν μας σώζει…”

Επίσης μία άλλη φήμη λέει οτι ο Καββαδίας λέγοντας Γκρέτα εννοούσε την Γκρέτα Γκάρμπο, μία πολύ σημαντική ηθοποιό και ο στίχος “Και μια βραδιά στην Μπούρμα ή στην Μπατάβια
στα μάτια μιας Ινδής που θα χορέψει γυμνή στα 17 στιλέτα ανάμεσα θα δείτε την Γκρέτα να επιστρέψει” είναι γραμμένος για εκείνη.

Η πραγματικότητα είναι κάπως διαφορετική.Ο τίτλος του ποιήματος είναι “Γράμμα στον ποιητή Καίσαρα Εμμανουήλ” και ο Καββαδίας το έγραψε πράγματι το 1932 για το νεαρό, τότε, ποιητή Καίσαρα Εμμανουήλ. Ο οποίος, όμως, βέβαια, ποτέ δεν αυτοκτόνησε.

 

πηγή:eleftherostypos.gr