Ρένα Βλαχοπούλου, η βασίλισσα του μιούζικαλ!

Δημοσιεύση: 7 Μαΐου, 2019

Γεννήθηκε στην Κέρκυρα. Σύμφωνα με το βιβλίο του Κώστα Παπασπήλιου “Πινακοθήκη γέλιου”, η Βλαχοπούλου εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο θέατρο Μακέδου στην Αθήνα, στα 23 της χρόνια, δηλαδή το 1940.

Ο πατέρας της, Γιάννης Βλαχόπουλος, ανήκε στην αριστοκρατία του νησιού, ενώ η μητέρα της, Καλλιόπη, ήταν κόρη κάποιας υπηρέτριας που εργαζόταν στο σπίτι των Βλαχόπουλων. Οι γονείς της αγαπήθηκαν και παρά τις αντιδράσεις της οικογένειας του νέου, η οποία τον αποκλήρωσε, παντρεύτηκαν κι έκαναν εννιά παιδιά. Τα έβγαζαν πέρα με δυσκολία. Η Ρένα ήταν το πέμπτο παιδί και πήγαινε συχνά με τον πατέρα της στο αρχοντικό του Κόντε Θεοτόκη, όπου υπήρχε πιάνο, αλλά και μια δισκοθήκη με δίσκους των 78 στροφών. Εκεί είχε την πρώτη της επαφή με τη μουσική και το τραγούδι.

Σε ηλικία 16 χρονών τραγούδησε για πρώτη φορά σε κάποιο ζαχαροπλαστείο της Σπιανάδας, όπου το 1938 γνώρισε και ερωτεύτηκε τον ποδοσφαιριστή της ΑΕΚ Κώστα Βασιλείου. Μαζί μετακόμισαν στην Αθήνα, όπου παντρεύτηκαν το καλοκαίρι του επόμενου έτους. Τότε στο βαριετέ “Όασις” στο Ζάππειο, όπου ο Μίμης Τραϊφόρος παρουσίαζε νέους καλλιτέχνες, η Ρένα δοκίμασε τις ικανότητές της στο τραγούδι. Εντυπωσίασε τον Τραϊφόρο, που της ζήτησε να τραγουδά εκεί μονίμως. Πράγματι την άλλη μέρα πήγε να τραγουδήσει στο βαριετέ φορώντας δανεική τουαλέτα, την οποία πάτησε και έπεσε κάτω.

Σημείωσε επιτυχία τραγουδώντας τη “Μικρή Χωριατοπούλα”, δηλαδή το ιταλικό τραγούδι Reginella Campagnola του Έλντο ντι Λατζάρο που διασκεύασε στα ελληνικά ο Πωλ Μενεστρέλ. Λίγους μήνες αργότερα, κατά τον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο, το τραγούδι διασκευάζεται και πάλι από τον Γιώργο Οικονομίδη και γνωρίζει ακόμα πιο μεγάλη επιτυχία ως Κορόιδο Μουσολίνι. Η Βλαχοπούλου εμφανίζεται για πρώτη φορά ως τραγουδίστρια στο θέατρο Μοντιάλ του Μακέδου, στην οδό Πανεπιστημίου σε επιθεώρηση με τη Σοφία Βέμπο, τις αδελφές Καλουτά, τον Μάνο Φιλιππίδη, την Ηρώ Χαντά, τον Μίμη Κοκκίνη και τη Γεωργία Βασιλειάδου. Παράλληλα ξεκινά να ηχογραφεί δίσκους γραμμοφώνου στην Οντεόν.

Το 1940, λίγες μέρες μετά την κήρυξη του πολέμου, οι Ιταλοί βομβάρδισαν την Κέρκυρα. Τότε σκοτώθηκαν και οι δύο γονείς της. Με τον Βασιλείου χώρισε και το 1942 παντρεύτηκε τον τραπεζίτη Γιάννη Κωστόπουλο.

Τότε ξεκίνησε συνεργασία με τον συνθέτη Γιάννη Σπάρτακο στο “Πάνθεον”, που της έγραψε τραγούδια τζαζ, τα οποία είχαν μεγάλη επιτυχία. Εξ αιτίας αυτού ο Τύπος την αποκάλεσε «βασίλισσα της τζαζ». Το τραγούδι Θα σε πάρω να φύγουμε, που τραγούδησε για πρώτη φορά στο Σινέ Νιους της οδού Σταδίου και αργότερα, το φθινόπωρο του 1944 στην επιθεώρηση Welcome των Σακελλάριου – Ευαγγελίδη στο θέατρο Κυβέλη, ξεπέρασε τα ελληνικά σύνορα. Με τον Σπάρτακο συνεργάστηκαν για αρκετά χρόνια. Το 1946 χώρισε με τον Κωστόπουλο.

Στο διάστημα 1946-51 περιόδευσε με τον Σπάρτακο στο εξωτερικό ξεκινώντας από τη Μέση Ανατολή (ΛίβανοςΠερσία) και καταλήγοντας στις ΗΠΑ). Κατά τη διάρκεια της περιοδείας δέχτηκε την πρόσκληση του Σάχη της Περσίας για να τραγουδήσει στα ανάκτορα: ο Σάχης της Περσίας, γοητευμένος από τη φωνή της Ρένας, θα της χαρίσει και ένα μενταγιόν. Τη βοηθά ιδιαίτερα το γεγονός ότι μιλά πολλές ξένες γλώσσες (αγγλικάγαλλικάισπανικάιταλικά) και με εξαιρετική προφορά. Εμφανίζεται και πάλι στην Αθήνα στο θέατρο Σαμαρτζή, στις 24 Αυγούστου 1951, στην παράσταση «Φεστιβάλ στην Αθήνα», μαζί με τους Ορέστη ΜακρήΚούλη ΣτολίγκαΝίκο Σταυρίδη και τις αδελφές Άννα και Μαρία Καλουτά.

Το διάστημα 1951-54 τραγουδούσε σε διάφορες επιθεωρήσεις (Βασίλισσα της νύχταςΝα τι θα πει ΑθήναΚαι ο μήνας έχει εννιάΠουλιά στον αέρα). Συνεργάσστηκε με θιάσους, όπως των Βασίλη Αργυρόπουλου, Γιάννη Πρινέα – Σπ. Τριχά, Παρασκευά Οικονόμου, Ορέστη Μακρή – Σπύρου Πατρίκιου, Μίμη Κοκκίνη – Γεωργίας Βασιλειάδου – Κώστα Δούκα). Το καλοκαίρι του 1952 βρέθηκε στο περίφημο τότε Ακροπόλ του Βασίλη Μπουρνέλη. Το 1953 συγκρότησε θίασο μαζί με τους Αλέκο ΛειβαδίτηΜαρίκα ΚρεββατάΡένα ΝτορΓιώργο Γαβριηλίδη και περιόδευσε στην Ελλάδα, την Κύπρο και την Κωνσταντινούπολη.

Η πρώτη της εμφάνιση στο θέατρο ως ηθοποιού και όχι ως τραγουδίστριας έγινε το καλοκαίρι του 1954 στο θέατρο της Σοφίας Βέμπο, στην επιθεώρηση “Σουσουράδα” (σε κείμενα Μίμη Τραϊφόρου – Γιώργου Γιαννακόπουλου, μουσική Μενέλαου Θεοφανίδη, χορογραφίες Γιάννη Φλερύ – Αλίκης Βέμπο) με το νούμερο “Άλα πασά μου, κάνε μου τέτοια”. Μαζί της ήταν ο Νίκος Σταυρίδης. Η ίδια είπε αργότερα:

Ντρεπόμουν να βγω στη σκηνή με νούμερο. Δεν είχα σκεφτεί ποτέ ότι θα γίνω ηθοποιός. Απλώς έτυχε να με δουν. Πίστεψαν από την αρχή ότι ήμουν καλή. Εγώ δεν το πίστευα. Ρε συ, Μίμη, τι να σου πω! Φοβάμαι ότι δεν θα τα καταφέρω, λέω στον Τραϊφόρο. Ο κόσμος χειροκροτούσε να βγω στη σκηνή. Εγώ δεν έβγαινα. Ξαφνικά με πιάνει ο Τραϊφόρος και με σπρώχνει στη σκηνή. Βγήκα, το νούμερο χάλασε κόσμο. Στη συνέχεια μου έδωσαν κι άλλα νούμερα και καθιερώθηκα ως ηθοποιός.

Αν και το 1953 εμφανίστηκε στην τουρκική ταινία Ανατολίτικες νύχτες, όπου τραγούδησε και πάλι το Θα σε πάρω να φύγουμε (η ταινία αυτή δεν προβλήθηκε ποτέ στην Ελλάδα), η κινηματογραφική της καριέρα ξεκίνησε ουσιαστικά το 1956 με την ταινία Πρωτευουσιάνικες περιπέτειες. Παραγωγός ο Αμερικανός Πίτερ Μέλας και σκηνοθέτης ο Γιάννης Πετροπουλάκης. Πρόκειται για την ιστορία μιας Κερκυραίας που έρχεται στην Αθήνα. Δίπλα της πρωταγωνίστησαν οι Νίκος ΡίζοςΣτέφανος ΣτρατηγόςΚούλης Στολίγκας, Άννυ Μπωλ. Στην ταινία αυτή τραγούδησε μεταξύ άλλων και το Μαζί σου για πάντα σε μουσική Μενέλαου Θεοφανίδη, το οποίο κυκλοφόρησε και σε δίσκο 78 στροφών. Η ταινία γνώρισε μεγάλη επιτυχία, ξεπερνώντας τα 100.000 εισιτήρια.

Το 1959 στο πρώτο Φεστιβάλ Τραγουδιού του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας τραγούδησε το Είσαι η άνοιξη κι είμαι ο χειμώνας των Κώστα Καπνίση – Θάνου Σοφού. Το 1960, ντουέτο με τον Γιάννη Βογιατζή, τραγούδησαν το Πρώτο χελιδόνι. Ηχογράφησε αρκετά τραγούδια για τη δισκογραφία αλλά και για τις εκπομπές του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας, τραγουδώντας Αττίκ, Ιακωβίδη, Σπάθη, ΚατσαρόΜωράκηΠλέσσαΜουζάκη και Μάνο Χατζιδάκι. Παράλληλα εμφανίστηκε σε επιθεωρήσεις και σε νυχτερινά κέντρα.

Σημείωσε μεγάλη επιτυχία στο θέατρο Μετροπόλιταν, κάνοντας την τηλεφωνήτρια, που απαντά σε κάθε κλήση δίνοντας πληροφορίες. Επέστρεψε στον κινηματογράφο το 1962 στην ταινία του Αλέκου Σακελλάριου Όταν λείπει η γάτα, όπου έπαιξε μαζί με τους: Βασίλη Αυλωνίτη, Νίκο Ρίζο, Μαρίκα Κρεββατά, Σταύρο Παράβα και με τις πρωτοεμφανιζόμενες κινηματογραφικά αδελφές Μπρόγερ. Την ίδια χρονιά έπαιξε στην ταινία Μερικοί το προτιμούν κρύο του Γιάννη Δαλιανίδη. Αν και ο Φίνος είχε αντιρρήσεις για τη συμμετοχή της στην ταινία αυτή, ο Δαλιανίδης επέμεινε και δικαιώθηκε. Η ταινία ήταν η μεγαλύτερη εισπρακτική επιτυχία της χρονιάς 1962-63 με περισσότερα από 200.000 εισιτήρια και καθιέρωσε τη Ρένα Βλαχοπούλου ως σταρ του μιούζικαλ. Σ’ αυτήν η Ρένα ερμήνευσε δύο μεγάλες κινηματογραφικές επιτυχίες, το: Σαν ξημερώνει Κυριακήντουέτο με τον Ντίνο Ηλιόπουλο και το περίφημο Έχω στενάχωρη καρδιά. Και τα δύο τραγούδια είναι σε μουσική του Μίμη Πλέσσα και σε στίχους του Γιάννη Δαλιανίδη. Σχολιάζοντας πολύ ετεροχρονισμένα την εμπειρία της για εκείνη την ταινία, η Ρένα Βλαχοπούλου είχε αναφερθεί σε ένα αστείο απρόοπτο που συνέβη στο συγκεκριμένο πλάνο καθώς ερμήνευε το δεύτερο τραγούδι στο νυχτερινό κέντρο, όταν σε μία από τις προσπάθειες για την διεκπεραίωση της σκηνής έκανε μία απότομη κίνηση και της έπεσε το φόρεμα.

Το καλοκαίρι του 1962 έπαιξε στην Οδό ονείρων, που ανέβηκε στο θέατρο Μετροπόλιταν σε σκηνοθεσία Αλέξη Σολομού, σκηνογραφία Μίνωος Αργυράκη και μουσική Μάνου Χατζιδάκι. Στην παράσταση εκείνη η Ρένα Βλαχοπούλου ήταν μια από τις περίφημες «αδελφές Τατά», μαζί με τη Ζωή Φυτούση, τη Νίκη Λεμπέση και τη Μάρω Κοντού. Στο νούμερο Όνειρο της Οθόνης εμφανίστηκε με τουαλέτα και σατίριζε τις ταινίες – μελό. Στο νούμερο αυτό προβλήθηκε και ένα πεντάλεπτο φιλμάκι, στο οποίο κρατώντας στην αγκαλιά της ένα αρνί, αναφωνεί: “Αμάρτησα για το αρνί μου”. Στο πλευρό της εμφανίστηκε ο Μάνος Χατζιδάκις ντυμένος τσολιάς.

Το 1963 πρωταγωνίστησε στις ταινίες Ένα κορίτσι για δύο (500.000 εισιτήρια) και Κάτι να καίει (750.000 εισιτήρια, πρώτη εκείνη τη χρονιά σε εισπράξεις). Για τη δεύτερη ταινία ο Μίμης Πλέσσας της είχε γράψει τις επιτυχίες: Γλυκειά ζωήΆνοιξε, άνοιξεΌ δρόμος είναι δύσκολοςΌπου και αν πάω. Ακολουθούν το 1964 οι ταινίες Η χαρτοπαίχτρα(μεταφορά στον κινηματογράφο του θεατρικού έργου του Δημήτρη Ψαθά, 600.000 εισιτήρια, τρίτη ταινία εκείνη τη χρονιά σε εισπράξεις, μαζί με τους Λάμπρο ΚωνσταντάραΣαπφώ ΝοταράΚώστα Βουτσά) και Κορίτσια για φίλημα (750.000 εισιτήρια, πρώτη ταινία σε εισπράξεις εκείνη τη χρονιά, στην οποία τραγούδησε σε μουσική Μίμη Πλέσσα τις επιτυχίες Κοντά σου, Ελλάδα μουΓελά γαλάζιος ο ουρανόςH Αθήνα τη νύχτα. Το 1965 πρωταγωνίστησε στις ταινίες Φωνάζει ο κλέφτης και Ραντεβού στον αέρα, με τους Κώστα Βουτσά, Ελένη ΠροκοπίουΜάρθα Καραγιάννη, κ.ά. Στην τελευταία, η Βλαχοπούλου πρωταγωνίστησε σε διπλό ρόλο, ενσαρκώνοντας τη «Τζένη Σταθάτου» καθώς και τον εαυτό της. Εκεί ερμήνευσε για δεύτερη φορά το περίφημο Έχω στενάχωρη καρδιά και το Φεύγουν τα χρόνια. Σε όλες αυτές τις ταινίες σκηνοθέτης ήταν ο Γιάννης Δαλιανίδης.

Η Ρένα Βλαχοπούλου στην ταινία “Η χαρτοπαίχτρα”.

Το 1965 της έγινε πρόταση να συμπρωταγωνιστήσει στην ταινία του Ντίνου Δημόπουλου Μία τρελλή τρελλή οικογένεια και να ενσαρκώσει την περίφημη «Πάστα Φλώρα» πλάι στους Αλέκο Αλεξανδράκη και Τζένη Καρέζη. Αρνήθηκε διότι, όπως δήλωσε σε συνέντευξη της μεταγενέστερα, ήταν μικρή σε ηλικία τότε για να υποδυθεί τη μητέρα της Τζένης και έτσι ο ρόλος αυτός δόθηκε στη Μαίρη Αρώνη, η οποία τον ερμήνευσε με μεγάλη επιτυχία. Ίσως να ήταν λάθος θα συμπληρώσει η Ρένα στην συγκεκριμένη συνέντευξη.[2]

Στις 18 Σεπτεμβρίου 1967 παντρεύτηκε τον επιχειρηματία Γιώργο Λαφαζάνη. Ο γάμος τους έγινε στη Μητρόπολη Αθηνών και ήταν ένα από τα μεγαλύτερα κοσμικά γεγονότα της χρονιάς. Με τον Λαφαζάνη έζησαν αγαπημένοι ως τον θάνατό της. Από κανένα γάμο της δεν απέκτησε παιδιά. Σχετικά με αυτό το θέμα δήλωσε σε μια συνέντευξή της:

Εμένα προσωπικά δε μου έλειπε το παιδί. Απλά για το Γιώργο μου ήθελα να το κάνω. Δεν ξέρω όμως αν θα μπορούσα να είμαι κοντά του να το μεγαλώσω εγώ σωστά και όχι οι ξένες γυναίκες. Να κάνω ό,τι κάνουν όλες οι μάνες του κόσμου. Ίσως ο Θεός δεν μου έδωσε παιδιά γιατί με είχε προορίσει για άλλο σκοπό.

Ένα χρόνο πριν, το 1966, έφυγε από τη Φίνος Φιλμ και πήγε στην εταιρεία Καραγιάννης – Καρατζόπουλος. Η συμφωνία προέβλεπε διπλάσια αμοιβή για τη Ρένα και ποσοστά στα κέρδη. Τη χρονιά εκείνη γύρισε τη Βουλευτίνα και το 1967 το Βίβα Ρένα, υποδυόμενη σε διπλό ρόλο την άπορη και άσημη λαϊκή τραγουδίστρια «Ρένα Παπαλιού» και τη διεθνούς φήμης Ιταλίδα τραγουδίστρια «Πεπίτα Ντι Κορφού». Το 1968 υποδύθηκε τη “Ζηλιάρα” στην ομώνυμη ταινία, μια γυναίκα που ζηλεύει παθολογικά, χωρίς λόγο και αιτία, τον σύζυγο της. Τα γυρίσματα της ταινίας ξεκίνησαν με συμπρωταγωνιστή και κινηματογραφικό «θύμα σύζυγο» τον Νίκο Σταυρίδη που, για άγνωστους μέχρι σήμερα λόγους, αποχώρησε και ολοκληρώθηκαν με τον Γιώργο Κωνσταντίνου.

Και στις τρεις ταινίες της σ’ αυτήν την εταιρία σκηνοθέτης ήταν ο Κώστας Καραγιάννης, ενώ τη μουσική έγραψε ο Γιώργος Κατσαρός. Το 1969 επέστρεψε στη Φίνος Φιλμ με την ταινία Παριζιάνα που σκηνοθέτησε ο Γιάννης Δαλιανίδης. Ακολούθησαν το 1970 οι ταινίες Μια τρελή σαραντάρακαι Η θεία μου η χίπισσα, το 1971 οι Μια Ελληνίδα στο χαρέμι και Ζητείται επειγόντως γαμπρός (σκηνοθεσία Αλέκου Σακελλάριου) και το 1972 η Κόμισσα της Κέρκυρας και η Η Ρένα είναι οφσάιντ του Αλέκου Σακελλάριου (190.000 εισιτήρια). Της άρεσε να αυτοσχεδιάζει στις ταινίες, παραβιάζοντας το σενάριο. Από το 1972 ο ελληνικός κινηματογράφος εισήλθε σε περίοδο παρακμής, λόγω κυρίως της τηλεόρασης. Η Ρένα Βλαχοπούλου για τα επόμενα επτά χρόνια δεν γύρισε ταινίες.

Η τηλεόραση και η επιστροφή στον κινηματογράφο

Το 1976 δοκίμασε τις υποκριτικές της ικανότητες για πρώτη φορά στην μικρή οθόνη της ΕΡΤ ως πρωταγωνίστρια στην τηλεοπτική σειρά Μία Αθηναία στην Αθήνα (σε σκηνοθεσία Αλέκου Σακελλάριου) που ολοκληρώθηκε σε εικοσιπέντε 45λεπτα επεισόδια. Ήταν μία επαγγελματική εμπειρία, η οποία δεν την ικανοποίησε.

Δε με χωράει η μικρή οθόνη, εγώ θέλω απλωσιά. Μόνο στη μεγάλη αισθάνομαι ότι μπορώ να παίξω. Η μικρή με πνίγει γι’ αυτό ποτέ μου δεν την αγάπησα, ούτε υποθέτω και εκείνη εμένα. [3]

Η γνώμη της για την -καινοτόμο για αυτήν- τηλεοπτική δουλειά μαρτυρούσε ιδιαίτερη δυσαρέσκεια, κάτι που αποτέλεσε τον κύριο λόγο που ασχολήθηκε αρκετά μεταγενέστερα με τη μικρή οθόνη.

Επανήλθε στον κινηματογράφο το 1979 με τις “Φανταρίνες” του Ντίμη Δαδήρα (300.000 εισιτήρια). Την ίδια χρονιά ο Γιώργος Σκούρτης διασκεύασε σε μουσική κωμωδία με τίτλο Λυσιστράτη ’79 τη Λυσιστράτη του Αριστοφάνη, που παρουσιάστηκε το φθινόπωρο του 1979 στο θέατρο Κοτοπούλη-Ρεξ. Σκηνοθέτης ήταν ο Δαλιανίδης και πρωταγωνίστρια η Ρένα Βλαχοπούλου, αλλά η παράσταση δεν γνώρισε επιτυχία. Ακολούθησαν οι ταινίες Ρένα να η ευκαιρία (250.000 εισιτήρια) το 1980, Της πολιτσμάνας το κάγκελο (σκην. Κώστα Καραγιάννη, 200.000 εισιτήρια) το 1981, Η μανούλα, το μανούλι κι ο παίδαρος (150.000 εισιτήρια) το 1982 και Η σιδηρά κυρία (σκην. Τάκη Βουγιουκλάκη) το 1983. Στις 13 και 14 Σεπτεμβρίου 1984 στο θέατρο του Λυκαβηττού τραγούδησε μπροστά στο αθηναϊκό κοινό, τιμώντας τον συνθέτη Γιάννη Σπάρτακο για τα 50 χρόνια της καριέρας του στην ελληνική μουσική, όπου με το χιούμορ της, την κινησιολογία της και τις φωνητικές της ικανότητες ερμήνευσε διάφορες επιτυχίες, χειροκροτούμενη θερμά. Μαζί της τραγούδησαν η Άντζελα Ζήλεια, ο Γιάννης Βογιατζής, ο Γιώργος Σωτηρόπουλος, η Αλέκα Κανελλίδου, ο Δάκης και η Μπέσσυ Αργυράκη. Την ενορχήστρωση επιμελήθηκαν οι Γιώργος ΝιάρχοςΚώστας Κλάββας και Τάκης Αθηναίος. Η συναυλιακή αυτή επέτειος προλογίστηκε από τον Αλέκο Σακελλάριο. Το 1985 πρωταγωνίστησε για τελευταία φορά στον ελληνικό κινηματογράφο στην ταινία Ρένα τα ρέστα σου (σκην. Αλ. Σακελλάριου). Ακολούθησαν συμμετοχές σε εννέα βιντεοταινίες από το 1986 ως το 1990. Σε μία από τις ελάχιστες συνεντεύξεις που κατά καιρούς έδωσε, δήλωσε:

Έκανα και εγώ τα λάθη μου, όπως και οι άλλοι της γενιάς μου. Παρασυρθήκαμε από τη μόδα της εποχής. Το βίντεο, σαν καινούργιο μέσο ήταν πρωτόγνωρο και βέβαια έκανε θραύση. Οι ταινίες πουλούσαν σαν τρελές στα βίντεο κλαμπ. Όμως εμείς που είχαμε κάνει κινηματογράφο δεν έπρεπε να παρασυρθούμε και να δεχτούμε να γυρίσουμε ταινίες, που δεν είχαν καμία σχέση με τις κινηματογραφικές. Ευτυχώς δεν καταγραφήκανε στη συνείδηση του κόσμου, έμειναν οι κλασσικές ταινίες του Φίνου! 

Το 1988 η Βλαχοπούλου υπέστη γαστρορραγία. Άρχισε η σταδιακή κάμψη της καριέρας της, καθώς δεν θα ήταν πλέον τόσο εκρηκτική και ζόρικη όπως ήταν ως τότε γνωστή και θα τραγουδούσε πια σε πλέι μπακ. Παρόλα αυτά συνέχισε να είναι παρούσα στο θέατρο, εισπράττοντας την αγάπη και το χειροκρότημα του κοινού. Το 1989 ήταν η εποχή που γεννήθηκε η ελληνική ιδιωτική τηλεόραση και η ηθοποιός ήταν σύμφωνη να επιστρέψει στη μικρή οθόνη ως μία από τις πρώτες ηθοποιούς που έπαιξαν σε τηλεοπτικές σειρές ιδιωτικού καναλιού. Υπέγραψε συμβόλαιο με τον ΑΝΤ1, όπου τη δεύτερη τηλεοπτική περίοδο λειτουργίας του σταθμού (1990-1991) έπαιξε στη σειρά Μάμα μία και την επόμενη περίοδο (1991-1992) στο Μάλιστα κύριε με τον Γιάννη Μιχαλόπουλο. Συνάμα την χειμερινή αυτή περίοδο εμφανιζόταν στο μουσικό θέατρο Ρεξ της οδού Πανεπιστημίου της Αθήνας σε ένα νυχτερινό μουσικό πρόγραμμα, πλαισιωμένη από τους Δημήτρη ΜητροπάνοΓλυκερίαΓιάννη Μηλιώκα και το συνθέτη Χρήστο Νικολόπουλο. Στο πρόγραμμα αυτό, εκτός από τα τραγούδια που ερμήνευε κάθε βραδιά, απευθυνόταν με το γνώριμο χιούμορ της στους θεατές.

Την περίοδο 1992-1993 έπαιξε για τελευταία φορά σε επιθεώρηση, στο έργο Για την Ελλάδα ρε γαμώτο. Αποχαιρέτησε το θέατρο την περίοδο 1993-94 με την θεατρική μεταφορά της χαρτοπαίχτρας του Ψαθά, που ανέβηκε στο θέατρο Μπρόντγουεϊ της οδού Αγίου Μελετίου στην Αθήνα. Την ίδια χρονιά συνεργάστηκε με την τραγουδίστρια Αλέξια στον δίσκο Η Αλέξια ερμηνεύει τα κλασικά, τραγουδώντας μαζί την παλιά της επιτυχία Έχω απόψε ραντεβού. Το 1995 πραγματοποίησε άλλη μια εμφάνιση στην ιδιωτική τηλεόραση, στο Mega Channel αυτή τη φορά, σε ένα επεισόδιο των “Δέκα μικρών Μήτσων” πλάι στον Λάκη Λαζόπουλο. Το 1997 κυκλοφόρησε τον δίσκο Η Ρένα τραγουδάει τζαζ επανεκτελώντας παλιές ελληνικές και διασκευασμένες ξένες επιτυχίες υπό την μουσική επιμέλεια του συνθέτη Γιώργου Θεοδοσιάδη. Σε τέσσερα τραγούδια τη συνόδευσαν οι Λάκης ΛαζόπουλοςΓιάννης ΒογιατζήςΜάριος Φραγκούλης και Ντέμπορα Μάιερς.

Το 2002 κυκλοφόρησε η βιογραφία της με τίτλο Βίβα Ρένα από τις εκδόσεις “Άγκυρα” με την επιμέλεια του Μάκη Δελαπόρτα, ενώ η γενέτειρά της Κέρκυρα την τίμησε μετονομάζοντας το θέατρο του πρώην θερινού ανακτόρου Μον Ρεπό σε θέατρο «Ρένα Βλαχοπούλου». Το 2003 ο τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κωστής Στεφανόπουλος της απένειμε τον Χρυσό Σταυρό του Τάγματος του Φοίνικα για την προσφορά της στις τέχνες.

Μέσα στα 55 χρόνια δράσης της συμμετείχε σε περίπου 120 παραστάσεις στο θέατρο από το 1939 έως το 1994 και σε 26 ταινίες από το 1951 έως το 1985. Στην ιδιωτική της ζωή, όταν κάποιος της ζητούσε να αφηγηθεί κάτι κωμικό, ένιωθε προσβεβλημένη κι αυτό γιατί θεωρούσε πως αυτομάτως την υποτιμούσαν από καλλιτέχνιδα σε καραγκιόζη. Σε αυτές τις περιπτώσεις απαντούσε με το μοναδικό και ιδιαίτερο κερκυραϊκό τρόπο της:

Μωρή άει στο διάολο που μου ζητάς πρωινιάτικα να σου πω κάτι κωμικό. Τι κωμικό; Πάω να ψωνίσω!

[ Εν τούτοις παρέμεινε πρότυπο παραδοσιακής συζύγου, ήταν βαθιά θρησκευόμενη, καθώς ήταν τακτική προσκυνήτρια στον Άγιο Νεκτάριο της Αίγινας, ενώ πολιτικά πρόσκειτο στη Νέα Δημοκρατία. Ήταν γενναιόδωρη με τους νέους ηθοποιούς, αγαπούσε τα ζώα, ήταν μανιώδης καπνίστρια και το χόμπι της ήταν το ψάρεμα και η μαγειρική. Τα τελευταία χρόνια της ζωής της την ταλαιπωρούσε το ζάχαρο.

Πέθανε στις 7 το απόγευμα της Πέμπτης 29 Ιουλίου 2004 στο Ιατρικό Κέντρο Αθηνών. Είχε μπει στο Ιατρικό Κέντρο στις 16 Ιουλίου για να χειρουργηθεί, έχοντας υποστεί διάτρηση στομάχου. Το ιατρικό ανακοινωθέν ανέφερε ως αιτία θανάτου την ανακοπή καρδιάς. Στις 30 Ιουλίου του 2004 η σορός της εκτέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα στο παρεκκλήσι Αγίου Λαζάρου του Α΄ Νεκροταφείου Αθηνών. Η κηδεία της τελέστηκε δημοσία δαπάνη το Σάββατο 31 Ιουλίου 2004 στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών υπό τη συνοδεία της μπάντας της Φιλαρμονικής Εταιρείας “Μάντζαρος” που ήρθε από την Κέρκυρα, με παρουσία πολλών συναδέλφων της και απλού κόσμου. Την ημέρα της κηδείας της όλα τα καταστήματα στην Κέρκυρα παρέμειναν κλειστά σε ένδειξη πένθους.

Τον Σεπτέμβριο του 2016 το πολυτελές σπίτι της Ρένας Βλαχοπούλου στην περιοχή Δασιά της Κέρκυρας πουλήθηκε σε μια ελληνική κατασκευαστική εταιρεία προκειμένου να ανακαινιστεί και να νοικιάζεται.

πηγή:
el.wikipedia.org